Situation normal: all fucked up
Ήταν χειμώνας του (έτη φωτός πλέον) μακρινού 1986: ήμασταν πιτσιρίκια, στην Ελλάδα είχαμε σοσιαλισμό (ή έτσι νομίζαμε), ο φασισμός είχε πεθάνει το βράδυ των εκλογών του 1981 (ή έτσι μας έλεγαν), και το μέλλον έμοιαζε φωτεινό. Θυμάμαι καθαρά εκείνο το βράδυ στις ειδήσεις την εικόνα ενός άντρα που χαιρετούσε γελαστά, σηκώνοντας ψηλά το χέρι του. Τη θυμάμαι, γιατί την είδαμε πολλές πολλές φορές τις επόμενες μέρες και γιατί έπεσε μια απίστευτη βουβαμάρα στο πάντα θορυβώδες και γεμάτο κόσμο πατρικό μου: ήταν ο Ούλοφ Πάλμε, ο σοσιαλδημοκράτης και λαοφιλής πρωθυπουργός της Σουηδίας που μόλις είχε δολοφονηθεί ενώ έβγαινε από ένα σινεμά. Η μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστη δολοφονία του, που έγινε κομμάτι των αναμνήσεών μου, στοίχειωσε τη σουηδική κοινωνία.
Αυτό «το φάντασμα που πλανάται πάνω από τη Σουηδία» τόσα χρόνια δεν είναι δυνατόν να μην επηρεάζει και τη λογοτεχνική παραγωγή της χώρας, ειδικά τα αστυνομικά βιβλία που έχουν κατακλύσει τις διεθνείς αγορές και κερδίζουν συνεχώς πλήθος θαυμαστών. Το ίδιο ισχύει και για το «Μη μασάς», του συγγραφέα και δικηγόρου Γενς Λαπίντους (ο οποίος ανήκει στους σκληροτράχηλους του ποινικού δικαίου και έχει υπερασπίσει μερικούς από τους πιο διαβόητους εγκληματίες της χώρας του). Το βιβλίο αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Στοκχόλμη Νουάρ» (το πρώτο είναι το «Εύκολο χρήμα», επίσης από τις εκδόσεις Ψυχογιός, ενώ ακολουθεί και το τρίτο μέρος), στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται το αναπάντητο ερώτημα ποιοι και γιατί δολοφόνησαν τον Ούλοφ Πάλμε. Αλλά αυτό το ερώτημα είναι μόνο η αφετηρία για την κάθοδό μας στο σκοτεινό υπόκοσμο της Στοκχόλμης, με οδηγό το συγγραφέα που τον ξέρει καλά από την επαγγελματική του εμπειρία.
Εδώ δεν υπάρχουν ήρωες, ευφυείς ντετέκτιβ που συλλαμβάνουν τους διεστραμμένους σίριαλ κίλερ όπως στα πιο εμπορικά μυθιστορήματα του σκανδιναβικού αστυνομικού, δεν υπάρχουν κακοί και καλοί: οι διαχωριστικές γραμμές είναι δυσδιάκριτες, εντάσσοντας το βιβλίο στην αμερικανική παράδοση του Τζέιμς Ελρόι. Το «Μη μασάς» είναι σαφώς περισσότερο hardboiled, παρά κλασικό nordic noir: η διαφθορά κυριαρχεί και στις δύο πλευρές του νόμου, η βία εξαπλώνεται ως ιός, η κοινωνία είναι παγιδευμένη στα αδιέξοδά της, οι πρωταγωνιστές είναι περιθωριακοί ή «μικρά ψάρια» σε μια πισίνα με καρχαρίες – δεν υπάρχουν περιθώρια για ηθική ή ηρωισμό, μόνο για επιβίωση.
Η πλοκή είναι κλασική: τρεις άντρες, εμπλέκονται σε μια υπόθεση δολοφονίας. Ο συγγραφέας χτίζει σταδιακά τα πορτρέτα τους: Ένας Άραβας μετανάστης που μόλις βγήκε από τη φυλακή και πρέπει επειγόντως να ξεχρεώσει τον Τούρκο νονό που έδωσε τα χρήματα για την αποφυλάκισή του – αλλιώς θα καταλήξει ελεύθερος μεν, πτώμα δε. Τα βήματά του θα διασταυρωθούν με κάποιον που θα έπρεπε να είναι «εχθρός» του: ένα διαταραγμένο βετεράνο του Ιράκ, που δεν ξέρει τι να κάνει με τη ζωή του τώρα που επέστρεψε στην πατρίδα του – για την ακρίβεια, δεν έχει ζωή και περιφέρεται κάνοντας συνεχώς γυμναστική και αγοράζοντας όπλα (θυμίζει σε πολλά σημεία τον ήρωα του «Ταξιτζή»). Και τελικά, βρίσκει ένα σκοπό ύπαρξης: αποφασίζει, με τη συνεργασία του Άραβα που μπαίνει στο σχέδιο για τα λεφτά, να «καθαρίσει» την κοινωνία από εκείνους που εκμεταλλεύονται σεξουαλικά τις γυναίκες και τις ωθούν στην πορνεία. Απέναντί τους θα βρεθεί ένας μπάτσος: κακοπληρωμένος, βαριεστημένος και ρατσιστής με τους «μαυροκέφαλους» (όπως ονομάζουν στη Σουηδία υποτιμητικά τους μετανάστες). Αλλά καθώς αρχίζει να ερευνά την υπόθεση της πρώτης δολοφονίας, θα ανακαλύψει ότι «υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας»: οι ανώτεροί του θέτουν όρια στην έρευνα, δέχεται «φιλικές προειδοποιήσεις» αλλά και καθαρές απειλές. Όμως το ένστικτό του δεν τον αφήνει να ησυχάσει…
Ο συγγραφέας χτίζει την πλοκή προσθέτοντας κάθε φορά κι ένα κομμάτι στο παζλ, αφήνοντας ωστόσο πάντα το σημαντικότερο κομμάτι να λείπει: μόλις στην τελευταία γραμμή της τελευταίας σελίδας μαθαίνουμε το δολοφόνο και η έκπληξη είναι μεγάλη. Η γλώσσα του κειμένου είναι κοφτή, στακάτη, χωρίς λογοτεχνικές πόζες, ενώ κυριαρχούν στο βιβλίο οι εικόνες, βασισμένες στη σωματικότητα: ως επίδειξη δύναμης ανάμεσα στις διαφόρων εθνικοτήτων συμμορίες, ως σωματική βία, ως μορφή εκδίκησης, αλλά και ως χειρισμός του γυναικείου σώματος σαν αντικείμενο στον κόσμο της πορνείας – και όχι μόνο. Και υπάρχει μια σκηνή προς το τέλος του βιβλίου, όπου ο «τιμωρός» εισβάλλει σε ένα πορνείο, που πραγματικά εντυπώνεται στη μνήμη με τη δύναμη κινηματογραφικής εικόνας: εκεί όλα φτάνουν στην κορύφωσή τους και ταυτόχρονα καταρρέουν. Όσοι επιβιώνουν ξαναγυρίζουν στην πλαστή ασφάλεια της καθημερινότητας, αλλά γνωρίζουν ότι είναι παγιδευμένοι σε αυτό που στην αμερικανική, στρατιωτική σλανγκ περιγράφεται ως «all fucked up situation». Διαπίστωση που δεν ισχύει μόνο για τη σουηδική κοινωνία…