«Τι άλλο είναι οι πόλεις, αν όχι οι άνθρωποί τους;». Η σαιξπηρική αυτή φράση αποτελεί το νήμα που καθοδηγεί τον ιστορικό Μπεν Γουίλσον (Ben Wilson) στη συγγραφή του ογκώδους, ευκολοδιάβαστου όμως, τόμου “Metropolis: η ιστορία των πόλεων, της μεγαλύτερης ανακάλυψης του ανθρώπου” (Metropolis – The story of humankind’s greatest invention). Ήδη από τον τίτλο είναι σαφής η αγάπη που τρέφει ο συγγραφέας για το αστικό φαινόμενο, το οποίο προσεγγίζει όχι με αυστηρή ακαδημαϊκή μεθοδικότητα, αλλά με ευρηματικότητα, χρησιμοποιώντας αναφορές στην τέχνη, την οικονομική και την κοινωνική ιστορία.

Ο Γουίλσον ξεκινά την εξιστόρησή του από τα κατάλοιπα των άστεων στο εύφορο τόξο της Μεσοποταμίας και τα έπη που μιλούν για τις χαμένες αυτές πολιτείες, διατρέχει τους αιώνες της κλασικής αρχαιότητας και της ρωμαϊκής ακμής και παρακμής, περνά στη συνέχεια από τη Βαγδάτη του ακμάζοντος Ισλάμ, τις μεσαιωνικές πόλεις-κράτη της Ιταλίας και τις συνασπισμένες πόλεις της Χανσεατικής Λίγκας στη Βαλτική θάλασσα, στέκεται έπειτα στη Λισαβόνα της εποχής των ανακαλύψεων, στο Λονδίνο της εμφάνισης του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, το Σικάγο και το Μάντσεστερ της βιομηχανικής εποχής, το Παρίσι του Οσμάν, στη Νέα Υόρκη των ουρανοξυστών, και φτάνει, εν τέλει, στη σημερινή εποχή της ανάπτυξης των μεγα-πόλεων.

Το ερώτημα που τον απασχολεί παραμένει στην περιδιάβαση αυτή σταθερό: γιατί σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα της Ιστορίας και σε τόσο μεγάλο εύρος του κόσμου, το άστυ υπήρξε κυρίαρχη επιλογή; Γιατί έχουν επιτυχία οι πόλεις, παρά τις προκλήσεις που θέτουν στους κατοίκους τους, και παρά το γεγονός ότι «αγαπάμε να τις μισούμε»;

Η έμφαση του Γουίλσον είναι πάντοτε οι ανθρώπινες δραστηριότητες σε κάθε εποχή και κάθε τόπο. Η πολεοδομική εξέλιξη τον απασχολεί στον βαθμό που συναρτάται με τις δραστηριότητες αυτές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το Παρίσι της αυτοκρατορικής περιόδου, όταν ο βαρόνος Οσμάν, ως νομάρχης Σηκουάνα, κατεδαφίζει το ιστορικό, μεσαιωνικό κέντρο της πόλης, χαράσσει τις μεγάλες λεωφόρους και σχεδιάζει τα πάρκα και τις ακτινωτές πλατείες, σε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού, που ήδη τότε δημιούργησε έντονες αντιδράσεις. Ο Γουίλσον περιγράφει τον μετασχηματισμό του Παρισιού, που προσέδωσε στην πόλη την εικόνα με την οποία είναι και σήμερα γνωστή, επικεντρώνοντας –περισσότερο από ό,τι στα κτίρια– στις αλλαγές που επέφερε στην κοινωνική ζωή των Παριζιάνων (την απομάκρυνση από τη συνήθεια της flânerie, την εμφάνιση της συνήθειας των κυριών να αξιοποιούν τα νέα, τότε, πολυκαταστήματα ως δυνατότητα εξόδου από τις εστίες τους) και στον τρόπο που αποτυπώθηκε στην τέχνη (η φευγαλέα ιμπρεσιονιστική πινελιά ως η ματιά του ανθρώπου στην πόλη των απειράριθμων ερεθισμάτων, το μυθιστόρημα ως καταγραφή της πολυπλοκότητας του αστικού βίου).

Με αντίστοιχο τρόπο προσεγγίζει και τη Νέα Υόρκη του Ρόμπερτ Μόουζες (Robert Moses): όταν στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα κατεδαφίζονται παλιές συνοικίες, ανεγείρονται ουρανοξύστες και οικιστικά συγκροτήματα και κατασκευάζονται οδικές αρτηρίες, η Νέα Υόρκη μετατρέπεται στην πρώτη πόλη της εποχής της αυτοκίνησης. Οι νέες τέχνες, του κινηματογράφου και των κόμικς (οι θεωρούμενες έβδομη και ένατη τέχνη, αντιστοίχως), είναι αυτές που κατεξοχήν θα απεικονίσουν το νέο πρόσωπο της πόλης των ουρανοξυστών: ταινίες, όπως η “Μετρόπολις” του Φριτς Λανγκ και ο “Κινγκ Κονγκ”, και υπερήρωες, όπως ο Μπάτμαν και ο Σούπερμαν, είναι τα πολιτιστικά προϊόντα της Νέας Υόρκης των αρχών του εικοστού αιώνα.

Ενδιαφέρον στοιχείο της προσπάθειας του Γουίλσον να προσεγγίσει το αστικό φαινόμενο, είναι οι αναλογίες που προσπαθεί να βρει μεταξύ των ιστορικών περιόδων, οι οποίες τον οδηγούν σε παρακάμψεις από την ευθεία χρονολογική πορεία, που συνιστά τη βασική γραμμή της εξιστόρησής του. Επί παραδείγματι, μιλώντας για τα λουτρά, ως μείζον γνώρισμα της αστικής ζωής στην αρχαία Ρώμη, ξεκινά μια παρέκβαση για τον ρόλο του υγρού στοιχείου στον δημόσιο χώρο –όχι μόνο των λουτρών, αλλά ευρύτερα, των παραλιών, των ποταμών, και των υπαίθριων συγκροτημάτων με πισίνες– σε άλλες χρονικές και χωρικές συντεταγμένες, π.χ. στη Νέα Υόρκη την εποχή του New Deal, και στο σύγχρονο Ρίο ντε Τζανέιρο. Με παρόμοιο τρόπο, διηγούμενος την ιστορία της Βαβυλώνας, επιχειρεί έναν παραλληλισμό της μυθολογίας περί ακολασίας στην πρωταρχική αυτή Βαβέλ, με τα ήθη του Λονδίνου της Γεωργιανής εποχής, ενώ στο κεφάλαιο για τη Βαγδάτη τους αιώνες της ακμής της, οι αναφορές στην γαστρονομική κουλτούρα της πόλης τον οδηγούν σε μια παρέκβαση για την ιστορία του φαγητού δρόμου.

Στο εκτενές έργο του ο Γουίλσον μας μιλά για πόλεις, που πολλοί από εμάς μάλλον δεν έχουμε ποτέ μας ακούσει: τη Σόνγκντο (Songdo), πόλη-εργαστήριο του μέλλοντος στην Κορέα, ή τη Χαράπα, κέντρο ενός πολιτισμού της εποχής του χαλκού στην κοιλάδα του Ινδού ποταμού, που φέρει το όνομά της: πολιτισμός Χαράπα. Αναπόφευκτα, ίσως, για ένα έργο αυτού του είδους, μπορεί κανείς να επισημάνει ελλείψεις: η Κωνσταντινούπολη αναφέρεται ουσιαστικά μόνον ως λάφυρο της Βενετίας στην τέταρτη σταυροφορία (μια αναμφίβολα κομβική στιγμή στην ιστορία και των δύο πόλεων), η έμφαση στα χρόνια του μεσαίωνα δίνεται περισσότερο στη Βόρεια Ευρώπη (Χάνσα) και λιγότερο στη Νότια (πόλεις-κράτη της Ιταλίας), οι αστικοί πολιτισμοί της προκολομβιανής Αμερικής αναφέρονται μεν, αλλά δεν τους αφιερώνεται εξίσου μεγάλη προσοχή, όπως σε αυτούς της Ασίας.

Είναι το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, που αφιερώνεται στην εξέλιξη των πόλεων στον 21ο αιώνα –μια περίοδο τόσο πρόσφατη, που δεν μπορεί ακόμα να γραφτεί ιστορία γι’ αυτήν– εκείνο που συμπυκνώνει τις απόψεις του συγγραφέα, και ταυτοχρόνως συνιστά πεδίο προβληματισμού και επιφυλάξεων. Με βασικά παραδείγματα το Τόκυο και το Λάγκος, ο Γουίλσον υποστηρίζει ότι ο αστικός σχεδιασμός μπορεί να προκύψει αποκεντρωμένα και «αυθορμήτως»: «το Τόκυο άκμασε επειδή οι πολίτες του ανοικοδόμησαν την κατεστραμμένη πόλη τους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο σε έναν θρίαμβο της αυτο-οργάνωσης επί του σχεδιασμού από την κορυφή προς τα κάτω […]. Σε μια εποχή που ο πολεοδομικός σχεδιασμός έχει γίνει πάρα πολύ σημαντικός, η εξέλιξη του Τόκυο στα σαράντα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο είναι τόσο η επανάληψη της ευρύτερης ιστορίας της αστικοποίησης των τελευταίων 7.000 χρόνων όσο και ένα μάθημα για τις μεγαλουπόλεις σε άλλους τόπους. […] οι πόλεις ευδοκιμούν όταν υπάρχει μια δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ της μη πολεοδομημένης, άτυπης πόλης και της επίσημης, πολεοδομημένης πόλης – όπου υπάρχει χώρος για αυθορμητισμό και πειραματισμό». Κατά πόσον η πεποίθηση αυτή αποτελεί πράγματι έναν καλό οδηγό για τα προβλήματα που θέτει η επιταχυνόμενη αστικοποίηση του 21ου αιώνα, είναι οπωσδήποτε ένα σύνθετο και ενδιαφέρον ερώτημα.