Ανάμεσα σε δύο χώρες

Γεννημένη το 1953 σε ένα χωριό της γερμανόφωνης μειονότητας της Ρουμανίας, η Χέρτα Μίλερ σπούδασε γερμανική και ρουμανική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Τιμισοάρα. Το 1979 απολύθηκε από το εργοστάσιο όπου εργαζόταν ως μεταφράστρια, επειδή αρνήθηκε να συνεργαστεί με τις μυστικές υπηρεσίες. Το πρώτο της βιβλίο, “Niederungen”, εκδόθηκε στα γερμανικά το 1982, λογοκριμένο από το κομμουνιστικό καθεστώς. Το 1987, εξασφάλισε άδεια εξόδου μαζί με τον σύζυγό της, μυθιστοριογράφο Ρίχαρντ Βάγκνερ, και εγκαταστάθηκαν στο Δυτικό Βερολίνο. Ζει στη Γερμανία μέχρι σήμερα. Έχει τιμηθεί με διάφορες λογοτεχνικές διακρίσεις. Στις 8 Οκτωβρίου του 2009, η Σουηδική Ακαδημία απένειμε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας στη Χέρτα Μίλερ, η οποία «με την πυκνότητα της ποίησής της και την ειλικρίνεια της πρόζας της, σκιαγραφεί τα τοπία των στερημένων».

Οι «Μετέωροι ταξιδιώτες» είναι το πρώτο (και μοναδικό μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές) βιβλίο της Χέρτα Μίλερ που μεταφράστηκε στα ελληνικά. Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ηρόδοτος το 1993.

Μια νέα γυναίκα σε μια παραθαλάσσια πόλη, περιμένοντας την άδεια εξόδου από μια χώρα που έχει δικτατορία, γνωρίζει ένα νεότερό της άνδρα, τον Γερμανό Φραντς, που την προσκαλεί να πάει στη χώρα του ζωγραφίζοντας πάνω στην άμμο τη θέση της πόλης του στο χάρτη. Η Ιρένε παίρνει την άδεια εξόδου, αλλά στο αεροδρόμιο δεν έρχεται να τη συναντήσει ο Φραντς, αλλά ένας φίλος του, ο Στέφαν. Ο Φραντς ταξιδεύει συχνά, όπως κι ο Στέφαν για άλλο λόγο. Η Ιρένε μετακινείται από το κέντρο προσωρινής διαμονής μεταναστών σε δικό της διαμέρισμα και ζει με το κρατικό βοήθημα για πρόσφυγες. Κι ενώ περιμένει να πάρει τη γερμανική υπηκοότητα, γνωρίζει από τον Στέφαν τον Τόμας, ενώ εξακολουθεί να γράφει καρτ ποστάλ και να συναντιέται σποραδικά με τον Φραντς, Λογοκριμένα γράμματα φθάνουν στο γραμματοκιβώτιό της από την «άλλη χώρα».

Εσωτερικοί μονόλογοι, περιγραφές των ανθρώπων και των δρόμων που προσομοιάζουν στα εσωτερικά τοπία της ηρωίδας, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του βιβλίου. Η Ιρένε συναισθάνεται τον κόσμο μέσω της επαφής της με τους ανθρώπους. Είναι όλοι ξένοι – άντρες και γυναίκες με σύνορα στην ψυχή τους, επειδή αναγκάστηκαν να φύγουν από τη χώρα τους. «Ταξιδιώτες με το ανήσυχο βλέμμα τους στυλωμένο πάνω στις πόλεις που κοιμούνται, πάνω σε αποθυμιές χωρίς πια αντίκρισμα. Ταξιδιώτες που βαδίζουν στα χνάρια των ντόπιων. Ταξιδιώτες, με ένα μονάχα πόδι από τη μια, χαμένοι από την άλλη, μετέωροι» (σελ.121).

Ο φοιτητής Φραντς, ο κοινωνιολόγος Στέφαν, ο ομοφυλόφιλος Τόμας, είναι κι αυτοί ξένοι. Η πραγματικότητα διαχέεται όλο και περισσότερο στη φαντασίωση. Τα πράγματα αποκτούν την οικειότητα του Φραντς – ή τη χάνουν. Τουλάχιστον μέχρις ότου η γλώσσα κερδίσει στη διελκυστίνδα με τη νοσταλγία, την οποία τόσο αντιμάχεται η Ιρένε. Τα γερμανικά, που ήταν η αφορμή να γνωρίσει τον Φραντς, γίνονται η νέα της πατρίδα.

Οι «Μετέωροι ταξιδιώτες» έχουν κάτι από τη ζοφερή ατμόσφαιρα με την οποία έχουμε συνηθίσει να συνδέουμε τις χώρες με ανελεύθερο καθεστώς. Καταφέρνει, όμως, να μας κερδίσει χάρη στην ικανότητα της συγγραφέως να συνυφαίνει τα εσωτερικά με τα εξωτερικά τοπία και να τα οδηγεί στο φως.