Κρατώ στα  χέρια μου την ένατη ποιητική συλλογή του Θεοχάρη Παπαδόπουλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μανδραγόρας. Τίτλος: «Μεταμοντέρνες αυταπάτες». Έχοντας στο μυαλό σχεδόν όλες τις ποιητικές του συλλογές, θα έλεγα πως κέντρο του ενδιαφέροντός του είναι ο άνθρωπος, τα απατηλά του όνειρα, οι διαψεύσεις του, οι ματαιώσεις του, οι στοχασμοί του. Ο  Παπαδόπουλος παρατηρεί τις ανθρώπινες πράξεις και συλλογίζεται αναφορικά με τις σχέσεις των ανθρώπων όχι μόνο τις ερωτικές, αλλά και τις φιλικές και τις κοινωνικές.

Συχνά το άτομο απογοητεύεται, αλλοτριώνεται, χάνει την κατεύθυνση ή τον προσανατολισμό του και επιχειρεί να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του.

Αν κρίνει κανείς και από τις τρεις ποιητικές ενότητες που έχει δημιουργήσει και τους τίτλους αυτών («Έμπνευση», «Σήψη» και «Παρακμή»), συμπεραίνει πως κάθε φορά ο άνθρωπος περνά από διάφορες διαδρομές εσωτερικές  που τον ταλανίζουν. Η έμπνευση έχει θετικό πρόσημο, οι άλλοι δύο όροι αρνητικό. Το φως και το σκοτάδι άλλωστε συμπλέκονται και συμπλέουν στις ζωές των ανθρώπων και αυτή η εναλλαγή τους ωριμάζει  και τους επηρεάζει ποικιλοτρόπως.

Ο Παπαδόπουλος γράφει σύντομα, λιτά και μεστά ποιήματα, που διαθέτουν αμεσότητα. Γράφει σε τόνο άλλοτε σαρκαστικό, άλλοτε ειρωνικό, δε διστάζει να χρησιμοποιήσει το πρώτο ενικό πρόσωπο, παραπέμποντας τον αναγνώστη σε δικά του προσωπικά βιώματα, που αποτελούν τον πυρήνα ή την πρώτη ύλη για τα κείμενά του.

Σε ελεύθερο στίχο, γίνεται συχνά οικείος και εξομολογητικός, είναι σαν να μιλά σαν φίλος σε φίλο και να του καταθέτει την αλήθεια του. Μεγάλο μέρος των ποιημάτων του σκιαγραφούν τον συναισθηματικό κόσμο, τον φόβο, την ανησυχία για την κοινωνία, το ποιόν της ανθρώπινης ύπαρξης, την αλλοίωση των αξιών, τη διάσταση των απόψεων, των τάσεων, των ιδεών, τη διάσταση ακόμα και του φαίνεσθαι με το είναι. Είναι σύγχρονος ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος, όχι επειδή καταφεύγει αβίαστα σε λεκτικά πυροτεχνήματα, σε εύκολους εντυπωσιασμούς ή περίτεχνα μεταμοντέρνα σχήματα. Όχι. Μας ενδιαφέρει αν και δεν τα περιέχει, ακριβώς επειδή  η ποίησή του έχει κοινωνικό πρόσωπο. Καταδεικνύει τη σημασία της συλλογικότητας, το νοιάξιμο για τον συνάνθρωπο και την αποχή από κάθε αλαζονικό ή ατομικιστικό συναίσθημα που διαφθείρει τον άνθρωπο.

Μέσα από τη δουλειά του θίγει την κοινωνική υποκρισία («Απόκριες», σελ.13), το αδιέξοδο του ποιητή μπροστά στη λευκή κόλλα («Χωρίς έμπνευση», σελ. 20), τα αρνητικά αποτελέσματα της τεχνολογικής προόδου στη ζωή των ατόμων («Επιπτώσεις», σελ. 26), αναφέρεται στους πρόσφυγες («Θρήνος», σελ. 30), στη μοναξιά- απομόνωση (« Το τηλέφωνο», σελ. 38), στην ανία («Το ποτάμι», σελ. 39), στον Παύλο Φύσσα, («Παύλος Φύσσας», σελ. 42), στην ανεργία («Το μαύρο σύννεφο», σελ. 43)

Ο ποιητής  έχει μια διάθεση για περισυλλογή, για αποκάλυψη σκοτεινών σημείων, για αναστοχασμό και κριτική στάση. Μπορούν οι στίχοι άραγε να βάλουν φωτιά; Μπορούν να αφυπνίσουν, να ξεσηκώσουν τον άνθρωπο, να ορθώσει το ανάστημά του στα κακώς κείμενα; Μπορεί και όχι. Το θέμα είναι πως με την ποίηση κάτι γίνεται.

Ναι, με τα λόγια μπορούν πράγματα να συμβούν με την έννοια ότι τα πράγματα βγαίνουν στην επιφάνεια και δεν πέφτουν στη λήθη. Τα θέματα μπορούν να επικοινωνούνται και έχουν τη δύναμη μέσω της ποίησης να κεντρίσουν τον αναγνώστη.

Mε το πρώτο ποίημα της συλλογής επικαλείται την έμπνευση και συνδιαλέγεται μαζί της, όπως ο αρχαίος ποιητής με τη Μούσα της ποίησης. Είναι ένα ποίημα ποιητικής, αυτοαναφορικό, που μας κερδίζει. Θα κλείσω τούτο το κείμενο με αυτό:

«Tην έμπνευσή μου / δεν τη θέλω εύκολη / ρηχή και ανούσια / ρομαντικά και τρυφερά να με θωπεύει / Τη θέλω άγρια και απρόσιτη. /  Να της γυρεύω ένα φιλί / και να περνώ χίλιες φωτιές / μήπως και το κερδίσω / Να της ζητώ να υποταχτεί / κι αυτή να κάνει αντάρτικο.» (σελ. 9)