Σκιές και οιωνοί
Αν κάποια μέρα τα ύδατα αποτραβηχτούν
θα καταλάβω το θάνατο χωρίς μεταμφιέσεις
Luís Garcia Montero
Το ”Μετά τα μεσάνυχτα” (1971) της καταξιωμένης Αγγλίδας συγγραφέως Δάφνης ντι Μωριέ, είναι μια μικρή, σφιχτοδεμένη ιστορία μυστηρίου που εκτυλίσσεται στο ”υγρό” σκηνικό της Βενετίας: ένα παντρεμένο ζευγάρι, ο Τζον και η Λόρα, έχοντας χάσει πρόσφατα τη μικρή τους κόρη από μηνιγγίτιδα, κάνουν διακοπές προσπαθώντας να ξεπεράσουν το πλήγμα και να γιατρέψουν τη σχέση τους. Η συνάντησή τους με δύο ηλικιωμένες και μάλλον εκκεντρικές δίδυμες αδερφές -μία εκ των οποίων ισχυρίζεται ότι είναι μέντιουμ και επικοινωνεί με το νεκρό κοριτσάκι-, θ’ αποτελέσει τη θρυαλλίδα των εξελίξεων που θ’ ακολουθήσουν, οδηγώντας σ’ ένα πραγματικά απρόσμενο τέλος που ξαφνιάζει τον αναγνώστη.
Στη νουβέλα κυριαρχεί η στοιχειωμένη ομορφιά της Βενετίας που αργοπεθαίνει βυθιζόμενη, ως θέατρο των περίεργων γεγονότων που διαδραματίζονται, αλλά και το νερό, ως ”διάμεσο” ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και εκείνον των νεκρών. Ταυτόχρονα, η πόλη λειτουργεί σαν σύμβολο τόσο της υπό κατάρρευση σχέσης του ζευγαριού όσο και της σταδιακής απώλειας της ρασιοναλιστικής οπτικής – ”για όλα υπάρχει μια λογική εξήγηση”, που χαρακτηρίζει το δυτικό πολιτισμό και εκφράζεται κυρίως από τον Τζον, πρωταγωνιστή και αφηγητή της ιστορίας. Στον πυρήνα της αφήγησης βρίσκεται ”πειραγμένο” ή, πιο σωστά, ”ανεστραμμένο” το γνωστό παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας με το αρχέτυπο του μικρού χαμένου κοριτσιού, αλλά και το κόκκινο χρώμα να επανέρχεται ξανά και ξανά μέσα στο κείμενο: σήμα κινδύνου και την ίδια στιγμή προάγγελος του αίματος που πρόκειται να χυθεί.
Η Δάφνη ντι Μωριέ (1907-1989), μέσα στις λίγες σελίδες του βιβλίου, ξεδιπλώνει όλη την ικανότητά της να γράφει σπουδαίες ιστορίες μυστηρίου (σε δικά της έργα βασίστηκαν οι ταινίες ”Τα πουλιά”, ”Ρεβέκκα” και ”Το πανδοχείο της Τζαμάικα” του Άλφρεντ Χίτσκοκ), χτίζοντας την υποβλητική ατμόσφαιρα του κειμένου με τις σκιές κι όσα εκεί κρύβονται, τις οπτικές εντυπώσεις που συχνά αποτυπώνουν περισσότερα απ’ όσα το μυαλό μπορεί να επεξεργαστεί, αλλά και τους οιωνούς για όσα δεινά επέρχονται. Με γραφή ρέουσα και γλώσσα στρωτή και απλή (που η μετάφραση αποδίδει σε πολύ καλά ελληνικά), οι σελίδες κυλούν ανυπόμονα σχεδόν, αφού αναγνώστης και ήρωας ταυτίζονται αναζητώντας τη λύτρωση της απο-κάλυψης.
Θα σας συνιστούσα ανεπιφύλακτα, αφού διαβάσετε τη νουβέλα, να δείτε στη συνέχεια την αριστουργηματική απόδοσή της στην ομώνυμη ταινία του Νίκολας Ρεγκ (1973), που κατατάσσεται ανάμεσα στις 100 καλύτερες ταινίες του βρετανικού σινεμά. Η ανατροπή της τελικής σκηνής, που αιφνιδιάζει στο βιβλίο, στην οθόνη κυριολεκτικά παγώνει το αίμα….