H Xαρά Νικολακοπούλου σε αυτές τις δυο ομολογουμένως πρωτότυπες νουβέλες, μας μυεί σε μια τέχνη που αντλεί τα υλικά της άλλοτε από τους ιστούς της αρχαιοελληνικής μυθολογίας και άλλοτε από ταξιδιωτικές περιγραφές και εικόνες εναλλασσόμενων τοπίων που ευνοούν τους συνειρμούς με τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρωίδων της. Με άνεση και ελευθερία κινήσεων στη γλώσσα, καταφέρνει με έναν λόγο εύκαμπτο και νευρώδη, να μεταφέρει τον αναγνώστη στην καρδιά των ιστοριών της οι οποίες απέχουν πολύ από μια μονοεπίπεδη εξιστόρηση.

Γνωρίζοντας καλά πως λογοτεχνία σημαίνει να παρασύρει τον αναγνώστη από τον απτό κόσμο στον κόσμο των ιδεών που εξερευνά, η συγγραφέας στην πρώτη νουβέλα βασισμένη σ’ έναν μύθο σύμφωνα με τον οποίο η θεά των δασών Άρτεμις είχε ως ιερατείο σμήνη μελισσών, καταφέρνει να γεφυρώσει το μεταφυσικό με το ρεαλιστικό, την πιστή απόδοση της πραγματικότητας με όσα βιώνει εσωτερικευμένα και συνήθως κρυφά μια γυναίκα.

Η κλειστή κοινωνία που περιγράφει, η απόλυτη κυριαρχία των αρσενικών, η φιγούρα του πατέρα ή του βίαιου εραστή με την έντονη τριχοφυΐα και τον τραχύ ερωτισμό είναι βατήρες για να εκτοξεύσει τα μηνύματα που κινούνται υποδόρια στο βασικό σώμα της ιστορίας. Πυρήνας η εξαφάνιση τεσσάρων κοριτσιών με ξεχωριστή εσωτερική και εξωτερική πραγματικότητα το καθένα. Άλλες οι οικογένειες, άλλες οι σχέσεις που καθορίζουν τη γαλούχησή τους, μα όλες κυκλωμένες από την ίδια κλειστή κοινωνία, από τα ίδια στερεότυπα και τις ίδιες πάντοτε επιταγές. Η Χαρά Νικολακοπούλου τις θέλει να δραπετεύουν. Για την ακρίβεια να εξαφανίζονται. Νέες αυτές, πρωτόφαντες στον κόσμο υπάρξεις που αποτολμούν το ανέφικτο για τις συμβιβασμένες που απλώς φαντάζονται πώς είναι να το σκας από σχήματα και δομές που σε πνίγουν. Τις ζηλεύουν ίσως.

Μόνο η κυρία Φιλομήλα, η δασκάλα που ξέρει τι σημαίνει απόδραση, την οραματίστηκε και θα τη ζούσε ίσως αν δεν έμπαινε η φραγή μιας συγκυρίας που έφραξε ετούτη τη φυγή, είναι σε θέση να  διακρίνει αλήθειες που άλλοι αδυνατούν. Μπορεί και βλέπει μέσα στους μύθους της Αρτέμιδος την αλληγορική φυγή της γυναίκας, τη διάσωσή της μέσα στο μυθικό, το ονειρικό και το ανέφικτο.

Η κατάληξη που δίνεται σε τούτη την πρώτη νουβέλα αποδεικνύει πως η συγγραφέας δεν στόχευε τόσο να γράψει μια ιστορία για τέσσερα κορίτσια που εξαφανίστηκαν, όπως νομίζει ο αναγνώστης με κοντόφθαλμη ματιά. Ήθελε να καταγράψει τέσσερις διαφορετικές ιστορίες, τέσσερα διαφορετικά πεπρωμένα εκκολαπτόμενων γυναικών που παλεύουν να δραπετεύσουν απ’ την  ασφυκτική επιβολή των οικογενειακών ή κοινωνικών στερεοτύπων και οι οποίες τέμνονται ακριβώς στο σημείο του προδιαγεγραμμένου τρομακτικού τους μέλλοντος.

«Οι γονείς είναι σαν τα πουκάμισα του φιδιού.  Τραβιέται από πάνω σου όταν έρθει ο καιρός και σε αφήνει να σέρνεσαι στο κόσμο γυμνός και άψητος. Ότι εμείς βγαίνουμε μέσα από τους γονείς μας δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Εκείνοι βγαίνουν από μας…» , αναφέρει χαρακτηριστικά για να τονίσει πως ο αυτοκαθορισμός καθενός, μακριά απ’ τη γονεϊκή προστασία που επισείει αναμφίβολα και τη γονεϊκή καταδυνάστευση, φαντάζει περιπέτεια υψηλού κινδύνου, αφού το άτομο εκτίθεται ολόγυμνο μέσα στο άγνωστο κοινωνικό περιβάλλον.

Εντέλει, είτε τις τέσσερις μικρές ηρωίδες τις έκλεψαν, είτε τις κακοποίησαν, είτε έφυγαν οικειοθελώς απ’ το απάγκιο της οικογενειακής θαλπωρής, είτε τέλος ισχύει ό,τι η οξυδέρκεια των ματιών της έκανε την κυρία Φιλομήλα να αντικρίσει πάνω στα αρχαία γλυπτά της θεάς Αρτέμιδος, η Χαρά Νικολακοπούλου με αυτή τη νουβέλα πέτυχε αναμφισβήτητα τον σκοπό της: να μιλήσει για την αδικημένη φύση των γυναικών που ενώ βιώνουν σχεδόν απ’ τα σπάργανα μια αποπνικτική καταδυνάστευση, ελάχιστες είναι αυτές που τολμούν να αποδράσουν απ’ ό,τι σημαίνει να είσαι γυναίκα.

Παρεμφερές είναι το θέμα που πραγματεύεται και στη δεύτερη νουβέλα με υψηλότερο ωστόσο δείκτη λυρισμού. Μια γυναίκα περιπλανιέται στην έρημο. Μια γυναίκα ψάχνει απεγνωσμένα αυτό που απ’ τα γεννοφάσκια της τής τάζουν. Την ανδρική τρυφερότητα και προστασία. Το όνειρο με το οποίο τη γαλουχούν μαθαίνοντάς της μόνο αυτό να εύχεται και να περιμένει. Γι’ αυτό η ηρωίδα αντί να κάτσει στ’ αυγά της όπως της συμβουλεύει η σοφή, ανύπαντρη θεία, εκτίθεται σε ερωτικές περιπέτειες. Μέσα στην έρημο. Λεηλατείται και σκορπίζεται σαν την άμμο. Αναζητά οάσεις και παραδίνει το σώμα της στους πυρωμένους ανέμους. Του έρωτα. Της αντρικής εξουσίας. Του σερνικού αδηφάγου ερωτισμού που καταναλώνει γυναικεία σώματα δίχως να κοινωνεί τη γυναικεία  ψυχή. Που χρησιμοποιεί το κορμί ως σκεύος ηδονής και αναπαραγωγής. Και το πετάει σαν άδειο κονσερβοκούτι όταν παύει να του είναι χρήσιμο.

Ώσπου η περιήγηση απ’ την έρημο οδηγεί στον Ωκεανό. Ίσως να πρόκειται για συμβολική αλλαγή της θέσης της γυναίκας απ’ την Ανατολή στη σύγχρονη Δύση. Όπου αλλάζουν τα χρώματα και τα σχήματα, τα τοπία. Μα η ουσία της αντρικής οπτικής και η στάση του άντρα απέναντι στη γυναίκα παραμένουν ακλόνητες και ίδιες. Όπως και η ματαιότητα της αναζήτησης.  Η ατέρμονη αγωνία του θηλυκού να βρει κάτι που η ηρωίδα δεν ξέρει τι είναι ή αν υπάρχει. Γι’ αυτό και όταν διαψεύδεται ετούτη η ανοίκεια προσδοκία, λαμβάνει τέλος και το ταξίδι.

«…Καμιά έρημος στον κόσμο δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να δικαιολογεί μια τόσο μακροχρόνια περιπλάνηση όπως η δική της. Κάθε έρημος είναι κι ένας λαβύρινθος με πολλές εξόδους. Απλά διαλέγεις μια και βγαίνεις οριστικά. Εκτός κι αν επιμένεις να περιπλανιέσαι.»

Το γερό νήμα που δένει θεματολογικά τις δυο νουβέλες, η αναζήτηση διεξόδου μέσα από ασφυκτικά ανδροκρατούμενα κοινωνικά σχήματα, το κυνήγι μιας απελευθέρωσης που είναι περισσότερο μια άπιαστη ιδέα παρά μια εφικτή πραγματικότητα για καθένα που αρνείται να συμβιβαστεί με την απτή πλευρά της ζωής και τις χαρές ακόμη και της ρουτίνας, αποδεικνύει πως η συγγραφέας στοχάζεται λογοτεχνικά πάνω στη μόνιμη ανθρώπινη αναζήτηση για το τι υπάρχει πέρα απ’ τα όρια του ορίζοντα, τι βρίσκεται πέρα απ’ τα τείχη που επιβάλλουν πάντα κάποιοι άλλοι για μας χωρίς εμάς, ακόμη κι αν αυτή η αναζήτηση οδηγεί στην έξοδο από τον ίδιο τον Παράδεισο ή στο σκοτάδι ενός Ωκεανού που σε καταπίνει αν γλιτώσεις απ’ την περιπλάνηση και τις κακουχίες της ερήμου.

Απαισιόδοξο θα χαρακτήριζα το μήνυμα και της μιας και της άλλης νουβέλας. Κάπως σκληρό να περιμένεις τη λύση από μύθους ή από ερήμους και ωκεανούς. Και ίσως αυτή την επίγευση να θέλει να αφήσει η συγγραφέας για να σκεφτεί κάθε αναγνώστης και κάθε αναγνώστρια τις ευθύνες που έχει σε τούτη την αδιέξοδη αναζήτηση και να θελήσει να αφυπνίσει και να αφυπνιστεί. Να ξεχάσει το ιδεώδες, το ονειρικό και το ανέφικτο και να αναζητήσει το απτό, το αληθινό και το δυνατό, αφού μόνο ετούτο μπορεί να του χαρίσει την ευτυχία.

Με γλώσσα πηγαία με ρεαλιστικό προφίλ στην πρώτη νουβέλα και πιο λυρικό στη δεύτερη η Χαρά Νικολακοπούλου αποδεικνύει πως διαθέτει εκείνη τη διεισδυτική ματιά που έχει ανάγκη η σύγχρονη λογοτεχνία για να υπηρετήσει τον ρόλο της: να μιλάει για τα ανθρώπινα πάθη και τις ανθρώπινες αναζητήσεις πίσω από ιστορίες και συνειρμούς που επιχειρούν να χαρτογραφήσουν τις πιο μύχιες αλήθειες που αφορούν από γενέσεως κόσμου το ανθρώπινο είδος.