Παλαμοσχιδής σφένδαμος

Στον καλό λογοτέχνη, πνευματικό

συνοδοιπόρο, αδελφό και φίλο

Σωτήρη Ι. Νικολακόπουλο…

 

Πάνω στην καταληκτική στροφή από

Το ποίημά του «Ίχνη χρόνου»

Από την ποιητική συλλογή «Μείζον

Θέμα», εκδόσεις Αγγελάκη, 2014, όπου

Γράφει: «Και όμως απορείς

Με τα όμορφά σου μάτια και το ανοιχτό χαμόγελο,

Αν τα μοσχομπίζελα, ο σφένδαμνος και η αγριομυρτιά,

Θα φυτρώσουν τελικά.» (σελ. 23)

 

Και μόνον γι’ αυτή τη λέξη «σφένδαμνος»

Που συναιρεί τον «σφένδαμο» με τον «αμνό»

Επισημαίνοντας υπογείως ποιητικώς

Την ενότητα των πάντων

Εις Εν Όλον Ά-παν

Συμμετέχοντας αφειδώς

Όσο αυτή η πλημμυρίδα

Της Ζωής

Καταιγίζει τα κύτταρά μας

Με ψευδαισθήσεις προσεχούς

Ανθοφορίας

Ενώ το οξυγόνο στον αέρα

Των υψηλών ορέων σμίγει

Με τους κεραυνούς και εις όζον

Μετατρέπεται, όπως μετά από μια

Μεγάλη βροχή το σφεντάμι και η αγριομυρτιά

Την όσφρηση πολιορκούν με μυρωδιές

Από μια ζωή Άλλη,

Εκεί που έπνεεν άνεμος Ελευθερίας

Και η σπονδή έπιανε τόπο

Κι οι χοές στους πεθαμένους

Αντιγύριζαν ως ευλογία

Και το μνημόσυνο τότε είχε

Ένα νόημα, γιατί ακόμα επιθυμούσαμε

Να θυμόμαστε και δεν είχαμε απαλείψει

Τη Μνήμη στα κιτάπια Λήθης τοκογλύφου

Που χρεώνει διπλά τις ανατολές

Κι επιμερίζει τα ηλιοβασιλέματα

Σε συναλλαγματικές άνευ αντικρύσματος

Σε νομίσματα που έχουν πάψει

Εδώ και χιλιάδες χρόνια να ισχύουν,

Όμως το χρυσάφι, το μάλαμα, ο ψευδάργυρος,

Ο ορείχαλκός τους λιώνει ακόμα

Για να προμηθεύσει με υλικό τα κανόνια…

1-2/6/2017

Το σχολιαζόμενο ποίημα ανήκει στην πρώτη ενότητα «Κρίση» της τρίπτυχης αυτής ποιητικής συλλογής που συνεχίζει με την «Ύπαρξη» και κλείνει με την «Αγάπη». Και τα τρία μαζί: «Υπαρξιακή Κρίση με την Αγάπη ως αντίδοτο», ίσως. Όμως ας μην βάζουμε στο στόμα του ποιητή πράγματα που δεν έχει πει και δεν έχουν περάσει ίσως από το μυαλό του. Μελετώντας το ποίημα «Συναισθήματα» από την ενότητα «Ύπαρξη» κατανόησα τη λυρική φύση του ποιητή που υπερβαίνει την τυπική νόηση των «μορφωμένων» και καταδεικνύει τη στοχαστική ανησυχία των «μορφωμένων», εκείνων που αναζητούν τα μυστήρια του Σύμπαντος Κόσμου, εκείνα που δεν θα ανεύρει Λογική Ανθρώπου, με την Ποίηση όμως γίνονται προσπελάσιμα, ελατά και όλκιμα. Το ποίημα ξεκινάει με την υπέροχη εικόνα: «Φεύγοντας είδα τη θάλασσα σαν άνοιξη. / Πέρα μακριά τα άσπρα κύματα / σα χαλί πασχαλιάς». Και πιο κάτω μιλάει υπερβατικά ως εξής: «Πετούσαν νέφη πουλιά, / μαζί οι πεταλούδες, / τις σκιές μας σκέπαζαν χλωρά φύλλα ακακίας», για να καταλήξει στο απίστευτης νοηματικής συμπυκνώσεως δίστιχο: «ενθυμούμενος το / “Μυστηριώδες Αίτιον τοσούτων θαυμάσιων κόσμων”»… Κι επειδή η Ποίηση δεν αναλύεται πάντα, αλλά οδηγεί σε συν-δημιουργικές ανασυνθέσεις (όταν Ποίηση είναι), είναι από τις σπάνιες φορές που ως επαρκής αναγνώστης δεν κρίνω, δεν συγκρίνω αλλά «σημαίνω»:

Αιθήρ «αίτιον τοσούτων θαυμασίων κόσμων»

Στον Σωτήρη Ι. Νικολακόπουλο για το ποίημά του

«Συναισθήματα» από την ενότητα «Ύπαρξη»

Της ποιητικής συλλογής «Μείζον Θέμα»

(εκδόσεις Αγγελάκη)

Περάσανε αιώνες πάνω σε άλλους χρόνους

Για να δούμε τη θάλασσα ανθισμένη.

Κάτι που γνώριζαν εξ ενοράσεως οι αρχαίοι

Και η γιαγιά Αγγελική, αγράμματος ιερουργός

Εκ Ταϋγέτου ορμωμένη, από τα χωριά της

Τσακώνας, όπου μιλούσαν ακόμα τότε

Κάποια ομηρική διάλεκτο, από την εποχή

Των Δωριέων – απάτητες κορυφές όπου πόδι

Κατακτητή ποτέ δεν έφτασε, μόνο του Διός οι

Αετοί και ταχυδρόμος των κτιστών θεών ο

Ερμής… με τα χρυσά σανδάλια του, να συν-

Κεντρώνει γύρω του πεταλούδες, ψυχές κι άλλα

Μυστήρια του αδιόρατου κόσμου διαστάσεων

Παραλλήλων και συμπάντων όπου βουτάς με το

Κεφάλι και δεν ξέρεις αν θα βγεις με τη «νόσο

Του βυθού». Κάτω από σκιά της ακακίας

Ονειρεύτηκε κάποιος αθάνατος τον Άνθρωπο

Και τον έπλασε αυτο-κινούμενο νευρόσπαστο

Να παραδέρνει μεταξύ λυκαυγούς και λυκόφωτος

Με τη Νοσταλγία του Φωτός αλλά ελκόμενος

Από Σειρήνες Σκότους Α-γαληνού,

Που μοιάζει ήρεμο μόνο στην επιφάνεια

Και μέσα του διατρέχεται από Σημεία και

Τέρατα μιας Αποκάλυψης, που –δυστυχώς–

Δεν θα έρθει, όχι όσο ζούμε εμείς, μόνο στα

Πιο φρικτά όνειρά μας, στους εφιάλτες που

Κρύβουμε κάτω από πορφυρά χαλιά Πολιτισμού

Δύοντος κι η Κλυταιμ(ν)ήστρα-Ανθρωπότητα

Θα μας προτρέπει διαρκώς να τα πατήσουμε

Σαν Ήρωες, Ισόθεοι ίσως,

Επιτυγχάνοντας έτσι την Ύβριν

Και τον Φθόνο των ονειρευτών μας,

Ο μόνος σίγουρος δρόμος για την Κατα-

Στροφή….

2/6/2017

Το δεύτερο αυτό μέρος είναι φωτεινό κι αισιόδοξο στον αντίποδα του ζοφερού πρώτου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στον μυθικό αρχετυπικό αγώνα «Κρίσης»-«Ύπαρξης» το σκορ είναι 1-1!

Στο ποίημα «Εξπρεσιονισμός» (σελ. 32) μεταφέρει δημιουργικά τον «αφηρημένο εξπρεσιονισμό» της λεγομένης «Σχολής της Νέας Υόρκης», αλλά με έναν μάλλον συγκροτημένο, δομημένο τρόπο που αντανακλά τη δική του εσωτερική ψυχοσύνθεση και την επαγγελματική του κατάρτιση ως θετικός επιστήμων ειδικευμένος στην Πληροφορική. Ξέρετε, η επαγγελματική ενασχόληση των ποιητών δεν είναι άσχετη με τη μορφή που επιλέγουν (ή προκύπτει αυτομάτως) να εκφραστούν. Όλα είναι ρευστά κι όλα αλληλένδετα, επαγωγικώς επηρεαζόμενα, μαγνητιζόμενα, ελκόμενα κι απωθούμενα. Στον χώρο των ενεργειών των ποιητικώς εκφραζομένων «όμοιος ομοίω αεί πελάζει».

Παρατηρώ ότι κλείνει το ποίημα με ένα γνωμικό-απογείωση ρυθμικού μπολερό. Σε αυτό ακριβώς διαφέρει από τους άλλους, που ποιητικολογούν ενώ απλώς παραθέτουν αχώνευτα κι αναμασημένα διανοήματα χωρίς κανένα ίχνος ρυθμού, προσωδίας, παρήχησης ή άλλης ατονικής «φράκταλ» μουσικής (ή έστω μουσικότητας). Ο Σωτήρης Ι. Νικολακόπουλος είναι αυθεντικός ποιητής του καιρού μας, αφού συνέχει το δικό του προσωπικό σύμπαν με μαθηματικές σταθερές και ειδικά τον χρυσό αριθμό φι.

Στο ποίημα «Αντικατοπτρισμός» (σελ. 40) ενώ μοιάζει σαν να θρηνεί το διασπασμένο-διαμελισμένο εγώ πρόκειται στην ουσία για φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στη διακτινιστική έκρηξη του Άκτιστου Δημιουργού-Ζωοποιού μυριάδων μυριάδων δημιουργημάτων με τον Σπινθήρα Εκείνου εντός τους…

«Μείζον Θέμα» (σελ. 41) το ομότιτλο ποίημα με τη συλλογή αυτή του Σωτήρη Ι. Νικολακόπουλου. Εδώ μιλάμε σαφώς για λυρική νοσταλγία και ρομαντική εξιδανίκευση των αναμνήσεων, για «αισιοδοξία της Μνήμης» κατά Παπανούτσο, ενώ το φάσμα του Θανάτου (που δεν είναι απαραίτητα και φόβητρο) αναγκάζει την ποιητική ύπαρξη να διασώζει τα regalia μιας ζωής περασμένης, βυθισμένης στη στάχτη του Χρόνου, με την ανθρωπίνως συγγνωστή απαίτηση της υστερο-μάθειας που δεν ταυτίζεται με τη δίψα για υστεροφημία.

Και μπαίνουμε στο τρίτο μέρος αυτής της σύνθεσης με τ’ όνομα «Αγάπη» και πριν διαβάσω αναρωτιέμαι τι μπορεί να προσθέσει κανείς σε μια τόσο πολυφορεμένη έννοια; Βεβαίως, τα θέματα και οι άξονες όπου κινείται η Παγκόσμια Ποίηση είναι τα ίδια από την Αρχαιότητα έως ίσως και σήμερα. Στο Μέλλον δεν ξέρω. Μπορεί να συνθέτουν ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι απείρως πολυπλοκότερα και αρμονικότερα ίσως τεχνουργήματα. Για την ώρα όμως ευτυχώς που έχουμε καρδιά, ανασφάλειες, αγωνίες κι ερωτήματα, αλλιώς δεν θα μας ενδιέφερε πια αυτό το παρωχημένο αλλά πάντα γοητευτικό, σαγηνευτικό και μαγευτικό είδος έντεχνου Λόγου.

Εδώ είναι η Κατάφαση στη Ζωή, ο Ορφικός Έρως, η Φιλότης που Νείκος δεν γνωρίζει, η ομόνοια και η γαλήνη, η χαρά και η αποδοχή της ύπαρξης, εδώ η Κρίση είναι παρελθόν και μια αθέατη για την ώρα δυνατότητα του Μέλλοντος. Ο κύκλος έκλεισε. Το φίδι παίζει με την ουρά του, ο Κύνας γυρίζει γύρω από την κολώνα επιμένοντας να ανα-κυκλωθεί. Ησυχία. Ηρεμία. Γαλήνη. Ομορφιά της Έκφρασης που δεν είναι όμως καλλιέπεια απλή. Ποιήματα αφιερωμένα σε ανθρώπους προσφιλείς και δύσβατες βουνοκορφές πρόκληση για τον ορειβάτη. Ποιήματα «προς εαυτόν» και αλλήλους, δίκην ποιητικής διαθήκης και πνευματικής κληρονομιάς αποδεικνύουν το βαρύ φορτίο του ταλάντου που φέρει ο Σωτήρης Ι. Νικολακόπουλος από κορυφής εις κορυφήν ως άλλος Σίσυφος και το συκώτι του Προμηθέα δεν διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη. Αναπλάθεται κάθε πρωί με το λυκαυγές κι αποσυντίθεται κάθε σούρουπο με το λυκόφως. Αυτή η αέναη τραγική πορεία του Ανθρωπίνου Πνεύματος βρίσκει –ευτυχώς– εκφραστές καλλιτέχνες, ποιητές και διανοητές σαν τον Σωτήρη Ι. Νικολακόπουλο.

Και θα κλείσω όπως άρχισα: με ένα τρίτο ποίημα αφιερωμένο κι εμπνευσμένο από την αυθεντικότητά του:

Σωτήρης Ι. Νικολακόπουλος

Για το ποιητικό του τρίπτυχο «Μείζον Θέμα»

Και ειδικά για το τρίτο μέρος «Αγάπη»

 

«Πάρε το σώμα σου μαζί

Με όλες τις μέρες και τις νύχτες,

Μην φοβηθείς, εδώ είναι η ζωή…» (σελ. 46)

 

Πολλές φορές μ’ ερωτούν εάν είναι ποτέ

Δυνατόν να πάρει το σώμα του μαζί

Στην τελευταία μετάστασιν

Ο Άνθρωπος κι εγώ χαμογελώ

Για τη χωμάτινη τούτη απέχθεια

Στη σήψη του φθαρτού. Πουκάμισο

Είναι το κορμί κι αθέατη η θλίψη

Που κουβαλάει το στερνό τούτο

Φορτίο μέχρι την τελευταία βουνοκορφή

Σίσυφος αρχετυπικός, μυστικώς υποφέρων

Μόνον όταν καεί δηλητηριασμένος ιστός

Από το αίμα του αδίκως δολοφονημένου

Κενταύρου, μόνον τότε ο ήρωας Ηρακλής

Απαλλάσσεται από το κορωμένο

Πουκάμισο του σώματός του

Κι αναλαμβάνεται Ψυχάρα δίχως

Είδωλο για να παρακαθήσει μετά των

Αθανάτων ως ημίθεος, ισότιμος στις

Απολαύσεις, εταίρος στις ηδονές,

Μέτοχος στις αμοιβές, Εκείνων

Που πληγώνονται – τι κι αν αθάνατοι

Είναι. Το περίεργο παιχνίδι της πελότας

Που υποδυόμαστε ότι παίζουμε εδώ

Στο γήπεδο Γαία, στο αμφιθεατρικό

Κοχύλι του Κόσμου, προϋποθέτει

Μόνο μία παραδοχή και συμμόρφωση

Με τους όρους ενός βαρετού κι αιματηρού

Παιγνίου για την επιβίωση: πρέπει να λη-

Σμονούμε προς στιγμήν πως είμεθα Α-

Θάνατοι εκ γενετής κι εκ του φυσικού μας

Και να καμωνόμαστε τους εύθραυστους

Ενώ στην πραγματικότητα είδωλα

Πολεμάνε με σκιές και συναναστρέφονται

Οπτασίες. Όσο για την Αγάπη είναι Το

Κλειδί συμπάντων άλλων κι η μόνη γλώσσα

Παντελώς κατανοητή κι αμετάφραστη,

Σημαίνουσα κι ισχύουσα,

Σφύζουσα και πάλλουσα

Αναγνωρίσιμη κι αναγνωρισμένη,

Κώδιξ επίσημος μεταξύ

Δημιουργού και δημιουργημάτων…

Όλα τα άλλα είναι πρόσκαιρες κατασκευές

Και «προφάσεις εν αμαρτίαις»…

 

Γι’ αυτό σου λέω φίλε μου:

Να μείνεις σου εύχομαι, εδώ αειθαλής

Για πάντα. Το θέμα δεν είναι τι γίνεται μετά

Όταν μας τυλίξει επιτέλους το Φως

Με το υπνωτικό σεντόνι

Της Ευτυχίας, που Λήθη άλλοι τη λεν

Και άλλοι Μνημοσύνη (ανάλογα).

Το θέμα είναι αν υπάρχει Ζωή

Πριν τον Θάνατο… Μα εσύ την έχεις ζήσει

Από ψηλά κι από την ασφυξία των κοιλάδων,

Στο πολύσηπον «δέλτα» ενός ποταμού

Που δεν έχει ακόμα εκβάλει από

Την Ζωοδόχον Πηγήν.

2/6/2017.

Σωτήρης Ι. Νικολακόπουλος, ένας υπαρξιακός ποιητής των χιονισμένων τοπίων, δομημένα και λελογισμένα εξπρεσιονιστής, νοσταλγών τη ζωή ενόσω την κατακτά και την απολαμβάνει θεωρώντας κάθε μέρα ως πρώτη της επομένης ζωής του, χωρίς όμως φόβον θανάτου, μόνο λυρική νοσταλγία για το μέλλον και θρήνο για την Κρίση που μας στερεί τη γαλήνη και την ανήσυχη αρμονία του φιλοσοφικού στοχασμού. Ένας φωτεινός εργάτης του πνεύματος που δεν αποδέχεται τα Σκότη και οι Σειρήνες δεν ταράζουν τον ύπνο του αθώου που βιώνει ως αγαθή ψυχή και φιλάνθρωπος.

Απολαύστε τον! Ανακαλύψτε τον! Συντροφέψτε τον, αφού βιώνει την ποιητική μοναξιά της κορυφής στο ακέραιο. Τι κι αν κοινωνικός είναι! Πάντα θα υπάρχει μέσα του το σαράκι του κοσμοκαλόγερου, το μέγα μικρόβιο της Ποίησης.