Όταν κάτι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει

Don’t do the crime,

if you can’t do the time

Σύμφωνα με τον περίφημο νόμο του Μέρφυ, ακόμα κι αν προβλέψεις όλα τα πιθανά ενδεχόμενα σ’ ένα εγχείρημα, πάντα υπάρχει εκείνος ο αστάθμητος παράγοντας που θα ανατρέψει και τον πιο τέλειο σχεδιασμό. Αυτή ακριβώς είναι και η περίπτωση των ερασιτεχνών ληστών στο νέο βιβλίο του διάσημου Σκότου συγγραφέα Ίαν Ράνκιν, που έγινε παγκοσμίως αγαπητός στους φανς του αστυνομικού μυθιστορήματος με τον ήρωά του, επιθεωρητή Rebus.

Ένας αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας με πολύ χρόνο και χρήμα στη διάθεσή του, ένας συντηρητικός τραπεζικός, ένας υπεράνω πάσης υποψίας καθηγητής της σχολής Καλών Τεχνών κι ένας ”φευγάτος” νεαρός καλλιτέχνης αποφασίζουν να ”απελευθερώσουν” τα εγκλωβισμένα έργα τέχνης στις αποθήκες της Εθνικής Πινακοθήκης της Σκοτίας. Τα κίνητρά τους είναι καταρχάς αγνά: πηγάζουν από την κοινή αγάπη τους για την τέχνη – ή μήπως όχι; Όπως και να ‘χει έχουν τη βούληση, έχουν το σχέδιο και βρίσκουν την ευκαιρία: τη μέρα που τα δημόσια κτίρια του Εδιμβούργου έχουν τις πόρτες τους ανοιχτές για όλους τους επισκέπτες. Αλλά την τελευταία στιγμή, ένας γκάνγκστερ μπαίνει στην ομάδα και η ληστεία τύπου Ocean’s Eleven αρχίζει όλο και περισσότερο να μοιάζει μ’ εκείνη στο Reservoir Dogs…

Μετά τη συνταξιοδότηση του Rebus στο προηγούμενο βιβλίο του ”Τελευταίο τραγούδι για τον Rebus”, ο Ίαν Ράνκιν αυτή τη φορά περνάει στην πλευρά των παρανόμων και επιχειρεί κάτι καινούριο για τα δικά του δεδομένα: ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με επίκεντρο την οργάνωση και εκτέλεση μιας φιλόδοξης ληστείας, όπου μια ετερόκλητη ομάδα εραστών της τέχνης μπλέκει άσχημα με τους σκληρούς κακοποιούς του υποκόσμου. Το αποτέλεσμα είναι ένα έξυπνο, διασκεδαστικό και άψογο στην εκτέλεσή του στόρυ, με σασπένς και χιούμορ να συνδυάζονται σε σωστές δόσεις και τους απόλυτα πειστικούς ήρωές του να παραδέρνουν ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, τον ιδεαλισμό και την απάτη, τη φιλία και την προδοσία.

Το σκηνικό στήνεται και πάλι στο Εδιμβούργο, που ”πρωταγωνιστεί” στα μυθιστορήματα του Ράνκιν, ενώ παρά το γεγονός ότι η βία δεν λείπει, τελικά δεν υπάρχουν πτώματα στις σελίδες του βιβλίου: αυτό ίσως να ξενίσει τους λάτρεις του κλασικού νουάρ, όμως η σταδιακά κορυφούμενη ψυχολογική ένταση καθώς και η αγωνία τόσο για την έκβαση της ληστείας όσο και για τις απρόσμενες συνέπειές της στη ζωή των ηρώων, θα ικανοποιήσουν πλήρως, κατά την εκτίμησή μου, τους φανς των αστυνομικών μυθιστορημάτων.

Η αγάπη για την τέχνη αλλά και το ερώτημα τι είναι τελικά τέχνη, βρίσκεται στον πυρήνα της αφήγησης, ενώ το ανοιχτό τέλος (σύνηθες στον Ράνκιν) είναι απόλυτα ταιριαστό με την εξέλιξη της ιστορίας, παρουσιάζοντας ως πιθανή -αλλά όχι δεδομένη-, την απονομή δικαιοσύνης, όπου ο καθένας παίρνει αυτό του αναλογεί. Η μετάφραση της Αλεξάνδρας Κονταξάκη αποδίδει άψογα το κείμενο και τους έξυπνους διάλογους, ενώ οι κινηματογραφικοί ρυθμοί και το πνευματώδες, μαύρο χιούμορ (στο οποίο επιδίδονται με μεγάλη επιτυχία οι κάτοικοι της Αλβιώνος) είναι τα στοιχεία εκείνα που απογειώνουν το βιβλίο και κάνουν την ανάγνωσή του ιδιαίτερα απολαυστική. Συμπερασματικά, όχι ο κλασικός, ”σκοτεινός” Ράνκιν, αλλά οπωσδήποτε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με το οποίο θα περάσετε πολύ καλά.