Η Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου είναι μια ευγενής ψυχή. Αυτό απηχείται στη γραφή της: η αρχοντιά των αριστοκρατών του Πνεύματος, που είναι πλούσιοι μέσα τους γιατί αρκούνται στα λιγοστά και μια γουλιά νερό είναι πιο μεθυστική ακόμα κι από το ποτό του Βάκχου. Δεν συνδέω τη βιογραφία των ποιητών με το έργο τους. Πολλούς από αυτούς δεν τους γνωρίζω ούτε εξ όψεως. Όμως, δείξε μου το γραπτό σου να σου πω ποιος είσαι. Στην ποίηση δεν ψεύδεσαι, όταν Ποίησις είναι. Και μιλάς «με τη δική σου φωνή, όχι εκείνη που σ’ αρέσει», όπως θα έλεγε ο Σεφέρης. Αυτή είναι και η μαγεία, πόρρω απέχουσα της εξομολογητικής ενδοσκοπήσεως. Είναι η χαρά των παιδιών που «μπαμπαλίζουν» σύμφωνα και φωνήεντα όλη την ημέρα, μόλις ανακαλύψουν την αρμονική μουσικότητα αυτού του γλωσσικού οργάνου. Αυτό είναι που διαχωρίζει τους ποιητές από τους άλλους λογοτέχνες: η ηδονή και το αυταπόδεικτο της ηδονής. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, γράφουν για τον εαυτό τους, ακόμα κι όταν απευθύνονται σε κοινό, ακόμα κι όταν είναι «στρατευμένοι», ακόμα κι όταν υπηρετούν ιδεολογήματα, ακόμα κι όταν πάσχουν κάθε φορά που οι άλλοι τους παραγνωρίζουν, τους παρεξηγούν, τους παραμερίζουν (στην καλύτερη περίπτωση). Ο Ποιητής είναι ο Προφήτης με το σύνδρομο της Κασσάνδρας, είναι ο σαλός, ο ιεροκρουσμένος, ο παρίας αυτής της καταναλωτικής κοινωνίας που πέφτει σε βαριά κατάθλιψη κάθε φορά που θα της στερήσεις τα σολδία εκείνα τα υποβοηθούντα την αγοραστική μανία της. Οι ποιητές θα έπρεπε να επιδοτούνται για να τυρβάζουν επί ενός: της γραφής τους και μόνον. Βεβαίως, η συνάφεια με τους άλλους εμπλουτίζει την εμπειρία και καθιστά τον λόγο τους οικουμενικό, αφού δεν ομιλούν πλέον για τον εαυτόν τους και τα πάθη τους, αλλά για το συλλογικό ασυνείδητο, που ανελκύεται, φωτίζεται κι εξαγνίζεται στην πανανθρώπινη συνειδητότητα. Οι ποιητές παλεύουν με τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες της διαχρονικής Φαντασίας, μόνον και μόνον για να ανελκύσουν θησαυρούς πειρατών και πολύτιμα πετράδια, κοράλλια, «κεχριμπάρια κ’ έβενους» (για να θυμηθούμε τον Καβάφη). Φυσικά και χρησιμοποιούν τη μυθολογία, τις μυθολογίες όλων των λαών της γης (όπως συναντιούνται υπόγεια και συναπαρτίζουν τον πλούσιο υδροφόρο ορίζοντα της Μνημοσύνης).

Από τον τίτλο και μόνον της ποιητικής συλλογής της Μελίτας Τόκα-Καραχάλιου, «Με τη ματιά του Κούρου», σημαίνεται ακριβώς αυτή η υποκειμενική ετερότητα της ποιητικής φωνής. Πέρα από το φυσικό φύλο, ο αφηγητής γίνεται ονειραγός (συγχωρέστε μου τη γλωσσοπλαστική τόλμη). Ο Ποιητής, ανέκαθεν, μιλάει μέσα από προσωπείο για τους καημούς και τις λύπες της ομάδας (ή των συλλογικοτήτων) στις οποίες ανήκει κι εντάσσεται. Το να είσαι ποιητής δεν είναι επιλογή, είναι ανάγκη. Είσαι ένας διορισμένος «εθελοντής». Κι αυτή σου η ιδιότητα διατηρείται ισόβια. Δεν συνταξιοδοτείσαι ποτέ. Ακόμα κι αν σωπαίνεις. Ακόμα κι όταν αποσύρεσαι. Μέσα σου βράζει η ιερή πυρκαγιά της Φρόνησης. Εκείνος ο σπινθήρας που κατακαίει τους άλλους, γίνεται θεία κοινωνία και ηφαίστειο εν εξελίξει προκειμένου να σχηματίζει τα νεοπαγή δαντελωτά ακρογιάλια μιας πατρίδας που δεν έχει ακόμα εποικισθεί.

Η ωριμότητα της ποιήτριας αποκαλύπτεται στη γυμνή αλήθεια που εικονοποιεί χωρίς περιττές ωραιοποιήσεις, χωρίς τετριμμένους ρομαντισμούς κι αδιέξοδες φυγές. Λόγος απλός, λιτός κι απέριττος, ιδιόλεκτος κοφτερή αφκιασίδωτη. Περιεχόμενο υπαρξιακό. Θεματολογικώς κυριαρχεί η αυτοκριτική αισιοδοξία, η φιλάνθρωπος ενδοσκόπηση, η εξωστρεφής ομφαλοσκόπηση (οξύμωρον πλην όμως σαφές). Η Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου μιλάει με υπαινικτικό και διακριτικό τρόπο, εμμέσως πλην ορθώς, για τις αιτίες που οδήγησαν τη χώρα μας σε αυτή την πολύπλευρη κρίση, δεν αθωώνει κανέναν, αναζητά όμως διέξοδο κι οραματίζεται φωτεινότερα μέλλοντα. Με ιδιαίτερη έγνοια για τους νέους, που παραδέρνουν χωρίς πυξίδα και ιδανικά σε έναν κόσμο χαοτικό που παρέλαβαν από τους γονείς τους, πλήττονται από την ανεργία και την ανέχεια, αλλά –κυρίως– από την απουσία αξιόπιστης ελπίδας.

Η Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου είναι ποιήτρια, αυθεντική, επίμονη, γράφει σαν να ανασαίνει κι ανασαίνει σαν να γράφει. Ο λόγος της είναι καίριος και στιγματικός, ευθύβολος κι εύστοχος. Από την ανάγνωση της ανέκδοτης αυτής ποιητικής της συλλογής απομένει μια γλυκόπικρη γεύση χαρμολύπης, που δεν συνιστά όμως πεισιθάνατη παραίτηση, αλλά δύναμη ζωής και ικμάδα ερωτική για το αύριο.