Ένα δωδεκάχρονο κορίτσι με την επιθυμία να γνωρίσει τον κόσμο. Ένας συνήθως απών πατέρας, με την επιθυμία να γνωρίσει επιτέλους την κόρη του. Το χειρόφρενο λύνεται και ο δρόμος ανοίγεται μπροστά τους, πρόσκληση και πρόκληση για μια περιπέτεια ζωής.
Ο Στράτος, οδηγός διεθνών μεταφορών, παίρνει μαζί του σε ένα ταξίδι στην Ιταλία την έφηβη κόρη του, Σωτηρία, την οποία ο ίδιος αποκαλεί «Σωτήρη». Το κορίτσι, έχοντας ήδη αποδεχθεί το ρόλο του «αγοροκόριτσου», ακολουθεί για την εμπειρία που της γαργαλάει την περιέργεια, τη χαρά της εξερεύνησης νέων τόπων που θα τη βγάλουν από τα όρια του μέχρι τότε κόσμου της, αλλά και του πατέρα, που η δουλειά αυτή τής στερεί. Ο Στράτος, δεν είναι ο συνηθισμένος νταλικέρης των κλισέ. Είναι βαθιά πολιτικοποιημένος, ακούει επαναστατικά και ροκ τραγούδια, έχει βαφτίσει το φορτηγό του «Κολοκοτρώνη» και κρατά μαζί του στο ντουλαπάκι βιβλία του Χατζή, του Καζαντζάκη και του Μακρυγιάννη.
«Σου αρέσει το διάβασμα, Σωτήρη;»
«Δε μ’ είχες ρωτήσει και ποτέ! Όλο κούκλες και σοκολάτες μου έφερνες».
«Παρ’ τα βιβλία, σ’ τα χαρίζω όλα».
Το ταξίδι φέρνει πατέρα και κόρη κοντά και όσο κι αν οι εικόνες απ’ το σπίτι, την οικογένεια, τη μικρή κοινωνία και την Ελλάδα περνούν από μπροστά μας ως αναμνήσεις πρόωρης νοσταλγίας ενός παιδιού που ακόμα δεν έχει ανοίξει τα φτερά του ή ως διηγήσεις του Στράτου από τα δικά του χρόνια που αγγίζουν το κοινό παρόν, είναι σαφές πως το βλέμμα είναι στραμμένο μπροστά. Στον καθαρό και ανοιχτό ορίζοντα που υπόσχεται μέλλον και ζωή.
Η Σωτηρία ήταν ήδη έτοιμη να μεγαλώσει, ήξερε καλά από τι ήθελε να ξεφύγει. Τώρα, με τον πατέρα της στους εθνικούς δρόμους διαβάζει χάρτες και πινακίδες, βοηθάει στο ξεφόρτωμα, αλλάζει λάστιχα, γνωρίζει ανθρώπους του μόχθου που παίρνουν οξυγόνο από τις εξατμίσεις των φορτηγών τους, που είναι και σπίτια τους, συγγενείς και ερωμένες τους. Και στα επόμενα ταξίδια τους, που θα την πάνε από την Ιταλία μέχρι το Βουκουρέστι κι από την ορεινή Ελλάδα μέχρι τη Βαγδάτη, η Σωτηρία, άξια συνοδηγός πια, θα μάθει να αναπνέει με τα δικά της πνευμόνια, να βλέπει με τα δικά της μάτια και να ονειρεύεται με τα δικά της θέλω.
Η Μάρτυ Λάμπρου, στο τρίτο της αυτό βιβλίο, καταφέρνει με ύφος απλό, όχι υπερφίαλο, που συνταιριάζει τις λογοτεχνικές εικόνες με την ακατέργαστη γλώσσα και την ειδική ορολογία των φορτηγατζήδων, να δημιουργήσει ένα ολοζώντανο αφηγηματικό ταξίδι. Ο αναγνώστης δεν έχει παρά να αφεθεί και να ακολουθήσει, συντροφιά με τους ωραίους ήρωες, πρωταγωνιστές και μη, που πιθανόν να διαπιστώσει ότι δεν του είναι και τόσο άγνωστοι.
Η ζωή είναι δρόμος. Ένα μακρύ ταξίδι σε άγνωστο αυτοκινητόδρομο με τη γλυκιά προσμονή του προορισμού και αναρίθμητους ενδιάμεσους σταθμούς. Ο δρόμος, αυτό το «εργοστάσιο απροσδόκητων εικόνων», όπως όμορφα σημειώνεται στο οπισθόφυλλο, είναι σε πολλά σημεία επικίνδυνος, γεμάτος παγίδες, απότομες στροφές και παράδρομους που βγάζουν απ’ την πορεία, οδηγούν σε αδιέξοδα. Όλα όμως ξεκινούν από ένα λυμένο χειρόφρενο. Αυτό που με την παιδική αυθάδεια και περιέργεια, η Σωτηρία, που από «Σωτήρης» απαιτεί και γίνεται στο τέλος Σώτη, θα τολμήσει από το πρώτο κιόλας ταξίδι να λύσει. Να βάλει μπρος, να πατήσει γκάζι, να ακούσει τη μηχανή να βρυχάται, τον ήχο της κίνησης – της εκκίνησης για το δικό της μεγάλο ταξίδι, τελικά, από τη θέση του οδηγού.