“Η έναρξη της εφηβείας και της προσωπικής αυτονόμησης”
ή
Αφήνοντας τις κούκλες
Η Αν Βιαζεμσκί, εγγονή του Φρανσουά Μωριάκ ( Νόμπελ Λογοτεχνίας 1952),σύζυγος του Ζαν –Λύκ Γκοντάρ και αδελφή του σχεδιαστή Βιάζ, γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1947 από Ρώσο πατέρα. Στα δεκαεπτά της χρόνια ξεκινά να παίζει στον κινηματογράφο, πρωταγωνιστώντας στο έργο του Ρομπέρ Μπρεσόν Au hazard Balthazar και συνεχίζει με τις ταινίες των Γκοντάρ, Παζολίνι, κ.α. Παράλληλα παίζει και στο θέατρο. Εμφανίζεται στα γράμματα εγκαταλείποντας τον κινηματογράφο το 1988 και τιμάται με το βραβείο διηγημάτων, Societé des Gens de Lettres, για το Des fille bien éleveés. Ακολουθεί τοGrand Prix de l’Academie francais το 1998 για το Une poignée de gens .
Το ‘Με λένε Ελιζαμπέτ’ είναι το δέκατο βιβλίο της και γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία το 2005 από τον Jean –Pierre Ameris. Πρωταγωνίστρια είναι η δωδεκάχρονη Μπέτυ, ‘η κόρη του γιατρού’, το ‘στερνοπούλι’, ‘το νούμερο πέντε’ και η ‘préférée’ του Ψυχίατρου και Διευθυντή μιας κλινικής που συνορεύει με την μονοκατοικία στην οποία ζει με την οικογένειά της. Ένας ψηλός φράκτης τους χωρίζει. Εκεί ο πατέρας της νοσηλεύει τους ασθενείς πιστεύοντας στην φαρμακευτική αγωγή και όχι στα ηλεκτροσόκ και τον ζουρλομανδύα. Ως εκ τούτου τους έχει ελεύθερους. Ώσπου ένα βράδυ ο Υβόν πηδάει τον φράχτη. Τον βρίσκει η Μπέτυ και τον κρύβει στην καλύβα του κήπου τους. Για πρώτη φορά έρχεται αντιμέτωπη με τούς κανόνες και ιδιαίτερα την πατρική εξουσία που νιώθει πως προδίδει. Όμως μέσα από αυτό το γεγονός ωριμάζει και συστήνεται ως Ελιζαμπέτ πλέον. Έχει προστατέψει, θρέψει, ηρεμήσει και εξουσιάσει έναν άλλον άνθρωπο και δίνοντας του το κλειδί έχει εναντιωθεί ακόμη και στον φόβο. Έχει μεγαλώσει πια.
Η Αν Βιαζεμσκί, εξοικειωμένη με την σκηνοθεσία, δημιουργεί ατμόσφαιρα στήνοντας το γκρίζο σκηνικό μιας σκοτεινής καλύβας με ψηλά δένδρα στην άκρη ενός κήπου, όπου ενσπείρει τον φόβο – προκαλώντας συναισθήματα που θυμίζουν έντονα τα Πουλιά του Χίτσκοκ- με ζωάκια ακρωτηριασμένα εδώ και εκεί. Έτσι γράφει ένα νεανικό θρίλερ γεμάτο μουσικότητα από κλαδιά που τρίζουν, την καρδιά της Μπέτυ που σπάει και τις μελωδίες του Μέντελσον να ηχούν κάθε βράδυ, ενώ με χάρη πλάθει την εικόνα της ηρωίδας που με κορδέλα στα μαλλιά και τα χέρια της δεμένα στεφάνι χορεύει σαν μπαλαρίνα στην καλύβα για τον Υβόν. Ο πραγματικός χρόνος των γεγονότων είναι από Τρίτη βράδυ μέχρι Παρασκευή. Στη διάρκεια αυτή, ο χρόνος στατικός καταγράφει την επανάληψη της καθημερινότητας, ενώ μελλοντολογεί με την κρίση της Κούβας και την ‘ Μεγαλύτερη μέρα του πολέμου’ παραπέμποντας στα άρθρα του παππού της στο L’ Express. Σε αυτόν το χώρο και χρόνο διαδραματίζεται η μεταβίβαση από την ‘συμβιωτική κατάσταση’ στην απόλυτη αυτονόμηση, ή από την παιδικότητα στην εφηβεία, όπου η Μπέτυ παραβιάζοντας κώδικες καθημερινότητας και εξουσίες επαναστατεί, ωριμάζει και τέλος αυτονομείται, ορίζοντας την δική της ταυτότητα.
Καίτοι η Αν Βιαζεμσκί έχει μεγαλώσει σε ένα έντονα ισχυρό ανδρικό περιβάλλον, δεν εξηγεί πόσο επαναστάτησε για να αποβάλλει τις διάφορες συγγενικές ταμπέλες που θα μπορούσαν να καταβροχθίσουν την προσωπικότητά της. Ωστόσο η ιστορία της Μπέτυς, όσο και η δική της επιτυχημένη πορεία, αποδεικνύουν πως η αυτόφωτη ύπαρξη είναι αποκλειστικό έργο ενός εκάστου.
Η καταλυτική παρουσία της Άννας Κόκκαλη στη μετάφραση βοηθά στην ένωση κειμένου και αναγνώστη.