Μέσα στη φωτιά της βίας

Ο Ιζζέτ Τζελάσιν γεννήθηκε το 1958 στην Κωνσταντινούπολη. Στην πατρίδα του ήταν αριστερός ακτιβιστής και πέρασε πολλά χρόνια στη φυλακή μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980. Στη Νορβηγία βρέθηκε ως πολιτικός πρόσφυγας το 1988. Σήμερα ζει και εργάζεται ως διερμηνέας στο Όσλο. Το βιβλίο «Μαύρος ουρανός, μαύρη θάλασσα» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, γράφτηκε στα νορβηγικά και τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερου πολιτικού μυθιστορήματος.

Την Πρωτομαγιά του 1977, ο Δρυς ή Μπαρίς (που στα τουρκικά σημαίνει «Ειρήνη») είναι δεκαεννιά χρονών, τελειόφοιτος ενός ιδιωτικού λυκείου της Κωνσταντινούπολης. Μαζί με συμμαθητές του έχουν σκοπό να πάνε στη μεγάλη συγκέντρωση στην κεντρική πλατεία Ταξίμ. Το πλήθος είναι μεγάλο, τα πνεύματα οξυμμένα. Παραστρατιωτικοί και αντικαθεστωτικοί συγκρούονται με τα όπλα. Ο απολογισμός είναι βαρύς: 34 νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες. Έχοντας χαθεί με τους φίλους του και πριν προλάβει καν να φθάσει στην κεντρική σκηνή των γεγονότων, ο νεαρός ήρωας του μυθιστορήματος βρίσκεται να κουβαλά την πάνινη τσάντα μιας άγνωστής του κοπέλας που περιέχει ένα όπλο. Η κοπέλα είναι η Ζουχάλ, φοιτήτρια, οργανωμένη στην αριστερά. Αν και δεν είναι ο πρώτος του έρωτας, αυτή η γυναίκα θα καθορίσει τη ζωή του και την εξέλιξη της προσωπικότητάς του.

Το μυθιστόρημα αντλεί την έμπνευσή του και διαδραματίζεται κυρίως στα ταραγμένα χρόνια πριν από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Τουρκία το 1980. Ο Δρυς πηγαίνει με τη Ζουχάλ στις συγκεντρώσεις της Ένωσης φοιτητών, όπου διεξάγονται παθιασμένες αντιπαραθέσεις για το σκοπό και τα μέσα του αγώνα (σελ. 102-103). Θα την αναζητήσει απεγνωσμένα όταν εκείνη βγει στην παρανομία. Θα συλληφθεί για λίγο, θα μάθει από πρώτο χέρι για τα φρικτά βασανιστήρια που υφίστανται οι πολιτικοί κρατούμενοι στις τουρκικές φυλακές. Θα αφεθεί ελεύθερος, θα αρχίσει να διαβάζει πυρετωδώς, θα ερωτευθεί ξανά. Αλλά δεν θα πιστέψει στη βία: «Πώς νικά κανείς τον φασισμό; Σταματώντας τις σφαίρες που γαζώνουν αθώα σώματα; Ήμουν γεμάτος αναπάντητα ερωτήματα, Ένιωθα ότι πήγαινα κόντρα στο ρεύμα, ένιωθα οίκτο για τον εαυτό μου και για όλη μου τη γενιά. Ήμασταν χαμένοι, κι ας ήμασταν ό,τι καλύτερο είχε αναδείξει αυτή η χώρα εδώ και δεκαετίες, Μια χαμένη γενιά που νοιαζόταν για τον κόσμο.» (σελ. 182).

Οι προβληματισμοί του ήρωα «αγγίζουν» και τη σημερινή εποχή. Είναι ευρύτερα πολιτικοί, αλλά και κοινωνικοί και υπαρξιακοί. Στο πρώτο μυθιστόρημά του, ο συγγραφέας αφηγείται μια ερωτική ιστορία ενηλικίωσης μέσα στη φωτιά της βίας.