Από ομοιοκαταληξία σε ομοιοκαταληξία μέχρι που φτάνεις στο δέκατο τρίτο ποίημα (εν συνόλω δεκαοκτώ), όπου απολαμβάνεις τον λεγόμενο «ελεύθερο στίχο» σε μια νεο-παλαιο-μοδίτικη μετακένωση της ρομαντικής νοσταλγίας σε σύγχρονες μορφές. Το δεκατρία είναι «Ο Θάνατος» στην ταρώ, και εικονοποιεί (όχι τυχαία, εικάζω) το δέκατο τρίτο ποίημα «Γυάλινη Πόλη» (σελ. 29). Σας παραθέτω αυτούσιο το ποίημα, για να δείτε πώς συνάδουν μορφή-περιεχόμενο-αριθμοσοφία:

«Γυάλινη πόλη με τις πύλες κλειδωμένες,

Το παρασύνθημα επτασφράγιστο.

Μα η νύχτα από τις πολεμίστρες θα συρθεί

Ξανά στους μυστικούς διαδρόμους,

Πισώπλατα να μαχαιρώνει τη γαλήνη.

 

Νεκροί καθρέφτες με το σμαραγδένιο ατμό

Της ομορφιάς την προδοσία να σχηματίζει.

Θαμμένες σ’ ένα στεναγμό οι βιολέτες μας

Κι ο ορίζοντας, λεπίδα ακονισμένη,

Τη ναρκωμένη μας ζωή κόβει στα δυο.

 

Ω, τα γυάλινα δάκρυα πόσο μας ταιριάζουν,

Στολίδια στην αμίλητη ψυχή μας.

Φλούδες φωτιάς φιλούν τα μάρμαρα

Κι οι σκελετοί ανασταίνονται των επιθυμιών

Στις στέρφες μας ψυχές τις στραγγισμένες.

 

Δες το ανθισμένο ολόγιομο φεγγάρι

Που προσωπείο γίνεται στυγνό,

Κοίτα πώς μάχεται η ολέθρια σπίθα

Να ξαναγεννηθεί απ’ τις στάχτες μας.

Το χαροπάλεμα πόσο ν’ αντέξει η αγάπη;».

Ας εξετάσουμε αυτή τη στιχουργική με βλέμμα ερευνητικό και καρδιά καθαρή από προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες και προκατασκευασμένες ιδέες. Τι βλέπουμε εδώ; Μία μουσική φωνή αηδονιού να δια-λαλεί τα βάσανα της αγάπης και τη γειτνίασή της με τον Χάροντα. Παλαιό και δυσυπέρβατον μοτίβο, επανερχόμενο κυκλικώς από εποχής εις εποχήν την κοιλάδα στις υπώρειες του Παρνασσού αρδεύοντας με τα νάματα των Μουσών, και δη της Ερατούς. Επομένως, η έμπνευσις, στοιχειοθετεί μία εκ προοιμίου προοικονομία και προϋπόθεση της ποιητικής. Η έγνοια του ρυθμού κι οι προσεκτικά επιλεγμένες εικόνες διατηρούν την επικίνδυνη ισορροπία της ομιλούσης ποιητικής φωνής, ανάμεσα στο κοινότοπο και στο καινοφανές. Η αποφυγή μελοδραματικών εκρήξεων και εξπρεσιονιστικών κορωνών χαρίζει στο κείμενο μιαν υποφώσκουσα δραματικότητα απολύτως κλασικίζουσα κι αυθωρεί αρμονική. Συμπέρασμα: μια απολύτως τεχνουργημένα λεπτεπίλεπτη αφηγηματική φωνή που ανιστορεί κι αναθιβάνει τα πανάρχαια πάθια της «κραταιάς ως θάνατος» αγάπης.

Ας πάμε όμως στο δέκατο πέμπτο ποίημα της ενδιαφέρουσας αυτής συλλογής, όπου η σπασμένη ή δραματικά υπερτονισμένη ομοιοκαταληξία προκαλεί το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα στον συνδημιουργό νόα μας [σημάδι αυθεντικότητας της πολυσχιδούς αν και σεμνής, χαμηλόφωνης ποιήτριας]. Στη σελίδα 32 το ποίημα με τον ελαφρώς ειρωνικό τίτλο «Όνειρα Φαντάσματα»:

«Μια ιστορία για ανάξιους εραστές

Κι ιδανικούς, μα όχι ποιητές

Που μένουν στο σκοτάδι τους κρυμμένοι

Με το μεθύσι του καημού τους.

Στα μαύρα υπόγεια του μυαλού τους,

Με το είδωλο μονάχα του εαυτού τους,

Εξόριστοι και καταδικασμένοι.

 

            Όνειρα φαντάσματα

            Παραμύθια ψέματα,

            Μιας ζωής χαλάσματα

            Μπρος στα ξένα βλέμματα.

 

Να ζουν από τον κόσμο χωριστά

Με πόρτες και παράθυρα κλειστά

Κι από τις χαραμάδες να τρυπώνει

Ο ήλιος και να χορεύει πάνω

Στη χλωμή κόπια του Tiziano,

Ν’ αγγίζει το ξεδοντιασμένο πιάνο

Και να ξυπνά τους ίσκιους στο σαλόνι.

 

Όνειρα φαντάσματα

            Παραμύθια αινίγματα,

            Ξεχασμένα τάματα

            Κι ανεμοσκορπίσματα.

 

Παγιδευμένοι σ’ άπιαστο όνειρο

Τις ώρες που κυλούν σαν το νερό

Και τα χαμένα χρόνια τους μετράνε

Σαν προσευχές από κομποσκοίνι.

Μες στον πικρό καφέ μια δίνη

Της μνήμης που αγκυλώνει και δε σβήνει

Και του φωτός ψηφίδες που σκορπάνε.

 

Όνειρα φαντάσματα

            Παραμύθια ψέματα,

            Μιας ζωής χαλάσματα

            Μπρος στα ξένα βλέμματα».

Είναι σαφές εδώ ότι δύο δραματικές φωνές συνδιαλέγονται: η μία πεζολογούσα κι ώριμη, η άλλη μετεφηβική και δακρυρροούσα. Αυτή η αντιμετώπιση του ποιητικού στίβου ως αρένα και σκηνή θεατρική είναι κοινή σε καυστικούς ποιητές όπως ο Βάρναλης ή ο Καρυωτάκης, αλλά και σε περισσότερο λυρικούς όπως ο Βρεττάκος ή ο Ελύτης, για να μην πούμε το αυτονόητο ότι η στρατευμένη τέχνη του Ρίτσου κι η υπαρξιακή απελπισία του Σεφέρη βρίσκουν κατάλληλο μέσο διά να ομιλήσουν την τραγική προσωπίδα. Η οποία ούτε κρύβει ούτε αποκαλύπτει. Απλώς σημαίνει. Ο ποιητής κρύβεται πίσω από την αφηγηματική φωνή, καταχωνιάζει τα κίνητρα και κρατάει ζηλότυπα τα μυστικά του, οι προσλαμβάνουσες εικόνες δεν θα έρθουν ποτέ στο φως από τη σκαπάνη του αρχαιολόγου-φιλολόγου, ειμή μόνον εάν διαθέτει φαντασίαν σαθράν κι είναι ποιητής ο ίδιος. Τι εννοώ μ’ αυτό; Απλώς, αν διαβάσουμε «λοξά» το «υπο-κείμενο» θα δούμε ότι ερωτική και ποιητική αποτυχία ομολογουμένως συμβαδίζουν σε ένα πρώτο αφηγηματικό επίπεδο προκειμένου να εκμαιεύσουν διά της ομοιοπαθητικής μεθόδου τη συμπάθεια κι εντέλει τη συνέργεια του αναγνώστη, επιτυγχάνοντας ακριβώς το αντίθετο: να δοξάσουν δηλαδή ταπεινά τόσο την ποιητική όσο και την ερωτική δεινότητα του προσλαμβάνοντος εις δόξαν της Ζωής και προς τιμήν της Γραφής.

Αυτά είχα να πω. Είπα κι ελάλησα [κυριολεκτικώς ή μεταφορικώς] κι αμαρτίαν ουκ έχω.