Εκλεκτός Γιάννης Ευσταθιάδης

Πρώτη φορά «γνώρισα» το έργο του Γιάννη Ευσταθιάδη διαβάζοντας το βιβλίο του «Γραμμένα φιλιά» (Ύψιλον 2007). Ένα βιβλίο που ακόμα και σήμερα, σχεδόν μια δεκαετία μετά, δεν έχει βγει από μέσα μου. Συνεχίζοντας τις αναγνώσεις των επόμενων έργων του, η πρώτη εντύπωση αποτυπωνόταν ολοένα και πιο βαθιά. Έγινε ένας από τους αγαπημένους μου Έλληνες συγγραφείς.

Το «Μαύρο εκλεκτό» είναι μια συλλογή διηγημάτων. Δεκατέσσερις ιστορίες με επίκεντρο τον άνθρωπο, τα συναισθήματά του, τις κρυφές σκέψεις, ο ρεαλισμός που καταδυναστεύει τη φαντασία, η μαδημένη λογική που υποκλίνεται στα συναισθήματα. Έννοιες που απασχολούν αιώνες τώρα και ποτέ δεν βρίσκουν λύση: έρωτας, θάνατος, μοναξιά, χρόνος, ψυχή. Και που πάντοτε έχουν κάτι διαφορετικό να αποκαλύψουν, ανάλογα τον άνθρωπο, την εποχή, τα βιώματα, τα όνειρα.

Η μικρή φόρμα ταιριάζει ιδανικά στον Γιάννη Ευσταθιάδη – και αντιστρόφως. Ο συγγραφέας καταφέρνει και συμπυκνώνει το νόημα, κάνοντάς το πιο μεστό και δυνατό. Οι ιστορίες του έχουν άξονα, ακόμα κι εκείνες που διαποτίζονται εντέχνως από υπερρεαλιστικά στοιχεία. Γνωρίζεις την αρχή, βιώνεις τη μέση-πλοκή, γεύεσαι τους καρπούς του τέλους. Κείμενα που εναλλάσσονται στην αφήγηση, σε κάποια πρωτοπρόσωπη, και σε άλλα τριτοπρόσωπη, ιστορίες «σκοτεινού θαλάμου», προσωποκεντρικές ως επί το πλείστον, αγκιστρωμένες στο αέναο ταξίδι του χρόνου και του χώρου, που κρύβουν το Είναι, επαφίενται στο Πρέπει και εκρήγνυνται στη σύγκρουση τους.

Σχεδόν σταθερό στοιχείο στα έργα του Γιάννη Ευσταθιάδη είναι η μουσική επένδυση των κειμένων. Νότες που ντύνουν τους χαρακτήρες με αρμονία, αρπίσματα που κυοφορούν μύχια λόγια, allegro tempo, μελωδίες διαχεόμενες σε όλη την έκταση του έργου – ακόμα κι όταν εμφανώς εκλείπουν.

Το έχω πει και το έχω γράψει ξανά, προσωπικά θεωρώ τον Γιάννη Ευσταθιάδη από τους τελευταίους Έλληνες ρομαντικούς συγγραφείς. Δεν είναι το θέμα, ούτε η πλοκή. Είναι η οπτική στο να παρουσιάζεις ακόμα και πράγματα που δεν διαθέτουν κανένα συναίσθημα, με μια νόηση και κατανόηση για την αποδοχή της ύπαρξης, δίνοντας πνοή σε όσα ασφυκτιούν, χρώμα σε όσα γκρίζα αποδέχονται τη μοίρα τους, αγκαλιά σε όσα στερήθηκαν συναισθήματα.