Ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα επικής φαντασίας

Δεν θα κουραστώ να το λέω και να το γράφω, και να χαίρομαι αφάνταστα κάθε φορά που διαβάζω ένα ελληνικό βιβλίο φαντασίας που το επιβεβαιώνει: η ελληνική ιστορία και η λαϊκή παράδοση είναι ένας «χαμένος θησαυρός» έμπνευσης για τους συγγραφείς. Και η Αγνή Σιούλα στο δεύτερο μυθιστόρημά της το επιβεβαιώνει αυτό στο έπακρο: αντλώντας από το έπος του Διγενή Ακρίτα, τη βυζαντινή ιστορία για τη ζωή και την οργάνωση του σώματος των ακριτών, αλλά από το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Βρικόλακας», δημιουργεί μία εξαιρετικά πρωτότυπη στη σύλληψή της ιστορία φαντασίας, γεμάτη ανατροπές αλλά και εκπλήξεις για τον αναγνώστη.

Έκπληξη πρώτη: αν και μιλάμε για ακρίτες και Βυζάντιο, η ιστορία εκτυλίσσεται στη σύγχρονη εποχή. Η ηρωίδα είναι μία 19χρονη φοιτήτρια που ανακαλύπτει με έναν μάλλον τραυματικό τρόπο, ότι η οικογένειά της έχει δώσει πριν εννέα αιώνες έναν όρκο αίματος, ο οποίος δεσμεύει ένα παιδί κάθε δεύτερης γενιάς σε μία εικοσαετή στρατιωτική θητεία στα Μαύρα Λιβάδια. Και τώρα είναι η σειρά της να υπηρετήσει εκεί, αντιμετωπίζοντας έναν αιμοδιψή εχθρό της ανθρωπότητας…  Έκπληξη δεύτερη, η βυζαντινή ιστορία συναντά την επιστημονική φαντασία: τα Μαύρα Λιβάδια δεν βρίσκονται πουθενά στον δικό μας κόσμο, αλλά σε ένα άλλο παράλληλο σύμπαν, στο οποίο μπορεί κάποιος να μεταφερθεί μέσω συγκεκριμένων ενεργειακών πυλών. Εκεί η Αλεξάνδρα θα ενταχθεί σε μία στρατοκρατική κοινωνία, που ακολουθεί τη βυζαντινή στρατιωτική και διοικητική οργάνωση, και έχει έναν και μόνο σκοπό ύπαρξης: να εμποδίσει τον εχθρό να περάσει από τις πύλες και να εισβάλλει στη Γη. Έκπληξη τρίτη: ο εχθρός αυτός είναι μία φυλή βρικολάκων από μία άλλη διάσταση, που ονομάστηκαν «σκεπτομορφίτες» επειδή μπορούν να διαβάζουν τη σκέψη των ανθρώπων και να τους πλησιάσουν με τη μορφή συγγενούς ή φίλου, ώστε να τραφούν από αυτούς.

Νομίζω ότι οι παραπάνω αναφορές στην πρωτοτυπία της συγγραφικής σύλληψης και της πλοκής, είναι αρκετές για να καταλάβετε ότι θα διαβάσετε κάτι πολύ διαφορετικό από τα συνήθη. Και αυτό είναι το πρώτο μεγάλο ατού του βιβλίου. Το δεύτερο είναι ένα στοίχημα το οποίο πρέπει να κερδίσει κάθε συγγραφέας φαντασίας: η Αγνή Σιούλα, έχοντας προφανώς αφιερώσει ατελείωτες ώρες στην ιστορική έρευνα, επιτυγχάνει απολύτως στη δημιουργία μίας πειστικής και «ζωντανής» κοσμοπλασίας. Τα Μαύρα Λιβάδια είναι ένας «πραγματικός» κόσμος, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, στον οποίο ο αναγνώστης ζει μαζί με την ηρωίδα, κατά την ανάγνωση του βιβλίου. Οι ανατροπές της πλοκής, οι αποκαλύψεις που συνεχώς αλλάζουν την οπτική της Αλεξάνδρας (και του αναγνώστη), αλλά και οι χαρακτήρες που επίσης είναι πρωτότυποι, αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστικοί και αναγνωρίσιμοι ως τύποι ανθρώπων, συμπληρώνουν τα υπέρ του βιβλίου.

Και υπάρχει κάτι ακόμα, που προσωπικά το θεωρώ σημαντικό και θέλω να αναφερθώ σε αυτό: η Αγνή Σιούλα έχει άποψη και θέση για σημαντικά ζητήματα κοινωνικά και πολιτικά, και δεν διστάζει ως συγγραφέας να τοποθετηθεί, πάντα μέσω της ιστορίας που αφηγείται όπως είναι και το δέον. Η αφήγησή της και η οπτική της δεν είναι ουδέτερη, άχρωμη, αποστειρωμένη: μέσω κυρίως της βασικής ηρωίδας, λέει αυτά που σκέφτεται και γράφει για εκείνα που βλέπει και βιώνει γύρω της, στην κοινωνία, στη ζωή. Και τοποθετείται ευθαρσώς για μία σειρά από θέματα, όπως ο πόλεμος ως γεγονός αλλά ως ψυχολογική κατάσταση που αλλάζει όσους συμμετέχουν δικαίως ή αδίκως σε αυτόν, η απληστία για όλο και μεγαλύτερο κέρδος ανεξαρτήτως του ανθρώπινου κόστους, αλλά και η θέση της γυναίκας που αν και έχει σε μεγάλο βαθμό εξισωθεί με το ανδρικό φύλο, πρέπει ακόμα να παλέψει με εκείνες τις νοοτροπίες που τη θέλουν να υπακούει χωρίς αντιρρήσεις.

Στο σύνολό του, ένα ξεχωριστό μυθιστόρημα στο οποίο η συγγραφέας τολμά να συνδυάσει διαφορετικά είδη, ιστορική και επιστημονική φαντασία με τη δυστοπία, και σίγουρα αξίζει να το επιλέξετε και να το διαβάσετε. Και με ένα πολύ όμορφο εξώφυλλο, που ταιριάζει αισθητικά στην ιστορία και τροφοδοτεί τη φαντασία.