Το κόκκινο και το μαύρο

Δανειζόμενος τον τίτλο από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Stendhal (ψευδώνυμο του Henry Beyle), ξεκινάω την κριτική για το βιβλίο του Ιερώνυμου Λύκαρη «Μαύρα κουφέτα». Γιατί κόκκινο και γιατί μαύρο λοιπόν;

Κόκκινο, γιατί στο βιβλίο συναντούμε πολλές αναφορές στο πολιτικό –και κυρίως κοινωνικό– σύστημα της ΕΣΣΔ, στην προσέγγιση και τη διαφορετικότητα του υπαρκτού σοσιαλισμού που καταβαραθρώθηκε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Και άφησε τα τέκνα του στο έλεος της καπιταλιστικής τροχιάς, να αποδομούνται σπιθαμή προς σπιθαμή σ’ έναν κοινωνικό κλοιό που αδυνατούν να αντέξουν ως άλλοι θεματοφύλακες μιας κληρονομιάς που από καιρό έχει πια εξανεμιστεί.

Μαύρο, γιατί το βιβλίο είναι ένα νουάρ μυθιστόρημα με έκδηλη πολιτική και κοινωνική υφή. Εξαφανίσεις, φόνοι, αναζητήσεις, διαφθορά, είναι μερικά από τα στοιχεία που υφαίνουν την πλοκή του εν λόγω μυθιστορήματος. Και φυσικά, άπτεται και του υπέροχου τίτλου «Μαύρα κουφέτα».

Ένας Έλληνας δημοσιογράφος συναντά κατά τύχη την καθηγήτρια Φιλοσοφίας που είχε σε πανεπιστήμιο της Ρωσίας. Εκείνη αναφέρει πως βρίσκεται στην Ελλάδα γιατί έχει χάσει τα ίχνη της εγγονής της, η οποία το τελευταίο διάστημα ζούσε στη χώρα. Τότε ο δημοσιογράφος, που είναι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, αναλαμβάνει μαζί με έναν άλλο φίλο και συμμαθητή από τα παλιά, να αναζητήσουν την εξαφανισμένη εγγονή.

Στην πορεία τα πράγματα περιπλέκονται, καθώς η ρωσική και η γεωργιανή μαφία εμφανίζονται ως αποτέλεσμα στις αναζητήσεις των δύο ανδρών. Όμως το παιχνίδι διαθέτει και ακόμα ισχυρότερους παίκτες. Και τότε οι δύο άνδρες θα βρεθούν σ’ έναν κυκεώνα από πλαστογραφίες, απάτες, μαστροπεία και γενικά κάθε είδους εγκληματική ενέργεια. Σε κάθε βήμα τους τα πράγματα μπλέκουν ακόμα περισσότερο, με τη λύση του μυστηρίου να φαίνεται μακρινή. Είναι όμως;

Το βιβλίο του Ιερώνυμου Λύκαρη είναι γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με έντονη εσωτερικότητα. Ο λόγος, λιτός και μεστός, δεν υπερθεματίζει επ’ ουδενί, ενώ οι διάλογοι είναι εξόχως ρεαλιστικοί και αφοπλιστικοί, ερεθίζοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η πλοκή, σκηνοθετημένη με αρκετή μαεστρία, ικανοποιεί πλήρως τις αρχές ενός νουάρ μυθιστορήματος, κλείνοντας παράλληλα το μάτι στο πολιτικό σκέλος του νουάρ.

Όμως το πιο θετικό στοιχείο είναι οι αναδρομές –και μάλιστα οι αυτοαναφορές– στο καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού, με περιγραφές τόπων και προσώπων ενδεδειγμένα ζωντανές, αλλά και σκιαγραφήσεις καταστάσεων, γραμμένες με ιδιαίτερη προσέγγιση στην ουδετερότητα της παρατήρησης, αλλά και με μια υποδόρια αγάπη για εκείνα που χάθηκαν στο μαύρο κουτί της Ιστορίας.

Μολονότι δεν είμαι τόσο λάτρης του νουάρ σε σχέση με το καθαρόαιμο αστυνομικό μυθιστόρημα, ωστόσο το βιβλίο «Μαύρα κουφέτα» είναι ένα εξαίρετο νουάρ μυθιστόρημα, προκαλώντας τον αναγνώστη να σκεφτεί σε πολλά επίπεδα, κοιτώντας μια σημαντική περίοδο της Ιστορίας κατάματα.