Το κυνήγι αρχίζει

Ο Αλεξάντερ Τσόρμπαχ έφυγε από το Σώμα της Αστυνομίας έπειτα από ένα περιστατικό που κόστισε τη ζωή σε μια γυναίκα. Πλέον εργάζεται ως δημοσιογράφος, καλύπτοντας το αστυνομικό ρεπορτάζ. Στην προσωπική του ζωή τα πράγματα δεν βαίνουν καλύτερα, ο γιος του είναι άρρωστος και βρίσκεται σε διάσταση με τη σύζυγό του.

Τρεις περίεργοι φόνοι έχουν συμβεί το τελευταίο διάστημα. Τρεις γυναίκες έχουν βρεθεί δολοφονημένες με ένα χρονόμετρο στο χέρι. Σε κάθε δολοφονία ο Συλλέκτης Ματιών έχει απαγάγει το παιδί της γυναίκας. Γι’ αυτό και τοποθετεί ένα χρονόμετρο στο χέρι της νεκρής, καθώς ο χρόνος μετρά αντίστροφα προκειμένου ο πατέρας να μπορέσει να βρει το παιδί του. Αν το χρονικό τελεσίγραφο εκπνεύσει, τότε το παιδί πεθαίνει από ασφυξία και ο Συλλέκτης του αφαιρεί το αριστερό μάτι.

Ο Τσόρμπαχ ακούει στον ασύρματο ότι ένα νέο πτώμα βρέθηκε. Μεταβαίνει στον τόπο της δολοφονίας για να εξετάσει αν πρόκειται για ένα ακόμα έγκλημα του Συλλέκτη. Φτάνοντας στο σημείο, οι αστυνομικοί παραξενεύονται από το πόσο γρήγορα είχε ενημερωθεί ο Τσόρμπαχ για το περιστατικό. Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι πρόκειται για δολοφονία του Συλλέκτη. Και ο χρόνος μετρά αντίστροφα για να βρεθεί το παιδί της δολοφονημένης γυναίκας.

Σαράντα πέντε ώρες και επτά λεπτά είναι η προθεσμία για να βρεθεί το απαχθέν παιδί. Ο Τσόρμπαχ θέλει πάση θυσία να βρουν το παιδί πριν από την εκπνοή του τελεσιγράφου, δεν γίνεται να υπάρξει κι άλλο παιδί νεκρό. Ο Τσόρμπαχ ενημερώνεται από έναν παλιό του γνώριμο στην αστυνομία, που είναι και υπεύθυνος για τις έρευνες των δολοφονιών του Συλλέκτη, ότι το πορτοφόλι του βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος. Δυο ενδείξεις στρέφουν το βλέμμα προς τον Τσόρμπαχ: πώς έφτασε τόσο γρήγορα στον τόπο του εγκλήματος και πώς βρέθηκε το πορτοφόλι του εκεί, σ’ ένα περιβάλλον που ήταν αποκλεισμένο από την αστυνομία. Ο Τσόρμπαχ δεν μπορεί να βρει μια πειστική δικαιολογία και αποφασίζει να εξαφανιστεί, γιατί γνωρίζει από την εμπειρία του στο Σώμα ότι οι έρευνες θα στραφούν πάνω του. Πηγαίνει σ’ ένα μέρος που δεν το γνωρίζει κανένας, παρά μόνο η κατάκοιτη μητέρα του, για να αποφορτιστεί και να σκεφτεί με ηρεμία τι έχει συμβεί. Κι ενώ είναι ήσυχος ότι κανείς δεν πρόκειται να τον βρει στην κρυψώνα του, μια τυφλή κοπέλα τον περιμένει καπνίζοντας.

Σ’ αυτό το πρώτο μέρος της σειράς Μάτια ο Φίτσεκ δομεί το βιβλίο σε κεφάλαια όπου η αφήγηση γίνεται είτε σε πρώτο πρόσωπο –από την οπτική του Τσόρμπαχ– είτε σε τρίτο. Ο Φίτσεκ, μαιτρ του ψυχολογικού θρίλερ, στήνει άριστα την πλοκή, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον, παρόλο που το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί το πρώτο μιας σειράς και προφανώς «απλώνεται» σε περισσότερες σελίδες απ’ ό,τι μας έχει συνηθίσει ο συγγραφέας.

Κάθε σκηνή αυξάνει την ένταση, κάθε χαρακτήρας αγκιστρώνεται στα πάθη και τα λάθη του, κάθε στοιχείο μπερδεύει ακόμα περισσότερο την πλοκή κι ο Φίτσεκ μαγεύει με την αφηγηματική του δεινότητα.