O Τζαν Ντουντάρ είναι αρθρογράφος και συγγραφέας, αρχισυντάκτης της τουρκικής εφημερίδας «Τζουμχουριέτ» μέχρι τον Αύγουστο του 2016. Πρόκειται για έναν δημοσιογράφο–αγωνιστή που μάχεται για την ελευθερία του Τύπου και έχει αναγνωριστεί ως σύμβολο της αντίστασης και της υπεράσπισης της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας στη χώρα του. Είναι πια γνωστός με αυτή του την ιδιότητα σε όλους ανά τον κόσμο.
Έχει συγγράψει πλούσια αρθρογραφία και συγγραφικό έργο που ξεπερνά τους 20 τίτλους. Το 2015 τιμήθηκε με το Βραβείο Ελευθερίας του Τύπου από τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα. Το 2016 ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Ζαχάρωφ για την Ελευθερία της Σκέψης και την ίδια χρονιά απέσπασε το Διεθνές Βραβείο Ελευθερίας του Τύπου από την Επιτροπή Προστασίας των Δημοσιογράφων (CPJ) για την προσφορά του στη δημοσιογραφία. Από τον Ιούνιο του 2016 ζει στη Γερμανία, με ένα ένταλμα σύλληψης να εκκρεμεί σε βάρος του στην πατρίδα του.
Ο Τζαν Ντουντάρ τόλμησε και αποκάλυψε δημόσια ένα κρατικό μυστικό: τη μεταφορά όπλων από φορτηγά των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας στους ισλαμιστές στη Συρία το οποίο έθεσε στο στόχαστρο τον Ερντογάν. Αυτό πυροδοτεί μια σειρά βίαιων αντιδράσεων, όπως τη σύλληψή του. Του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για «αποκάλυψη κρατικών μυστικών», «κατασκοπεία», «συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση». Από τη μια δέχεται δολοφονική επίθεση και από την άλλη έχει δημιουργηθεί ένας κλοιός προστασίας και αλληλεγγύης από δημοσιογράφους ανά τον κόσμο. Κρατείται για τρεις μήνες στις φυλακές της Σηλυβρίας μέχρι που το Ανώτατο Δικαστήριο αποφασίζει την αποφυλάκισή του. Το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 τον βρίσκει εκτός Τουρκίας όπου και παραμένει μέχρι σήμερα αυτοεξόριστος.
Το βιβλίο του «Μας συνέλαβαν!» αποτελεί μια μαρτυρία από τη φυλακή. Η βίαιη περιπέτεια ξεκινά από την απόφαση του δικαστή «“Πέντε χρόνια και δέκα μήνες φυλάκιση, λόγω διαρροής κρατικών μυστικών…”» (σελ.13). Μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 η καταπίεση αυξήθηκε και «ανεστάλη η εφαρμογή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Δόθηκε στην κυβέρνηση το δικαίωμα να διοικεί με κυβερνητικά διατάγματα παρακάμπτοντας το κοινοβούλιο. Παρατάθηκαν οι περίοδοι κράτησης. Ξεκίνησε εκστρατεία για την επαναφορά της θανατικής ποινής. Άρχισε σε όλη την επικράτεια ένα κυνήγι μαγισσών, με αποτέλεσμα να συλληφθούν χιλιάδες δημοσιογράφοι, συγγραφείς, ακαδημαϊκοί, δικαστές, εισαγγελείς, στρατιωτικοί, αστυνομικοί, δημόσιοι υπάλληλοι. Έκλεισαν δεκάδες εφημερίδες και διαδικτυακοί κόμβοι και οι υπόλοιποι δέχτηκαν εκφοβισμό. Δημιουργήθηκε μεγάλη ένταση με τη Δύση, που αντέδρασε σ’ αυτά τα μέτρα» (σελ.14).
Στο βιβλίο θα διαβάσουμε για τη διαδικασία που τον οδήγησε στη φυλακή, τις προσωπικές επιπτώσεις του πραξικοπήματος, τις συνθήκες κράτησής του, για το έργο του μέσα από τη φυλακή, για τους εχθρούς και τους φίλους του, τα εμπόδια και την υποστήριξη. «Η φυλακή της Σηλυβρίας θεμελιώθηκε τρία χρόνια αφότου ο Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία. Άνοιξε το 2008 και σύντομα έγινε στρατόπεδο συγκέντρωσης για τους αντιπάλους του» (σελ.85).
«Η ζωή σ’ ανεβάζει στην κορυφή πριν σε ρίξει στην άβυσσο, όπως το τρενάκι στο λούνα παρκ. Η τύχη σου χαμογελά και μετά κατσουφιάζει, και το μυστικό για να τα βγάλεις πέρα με τα καπρίτσια της είναι να συνειδητοποιήσεις πως ούτε οι κορυφές ούτε οι άβυσσοι είναι μόνιμες» (σελ. 75). Με τη σκέψη αυτή ο Τζαν Ντουντάρ αντιμετωπίζει τις δυσκολίες και προχωρά υπερασπιζόμενος τις αρχές της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας αποκτώντας καθημερινά οπαδούς ανά τον κόσμο.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στην Τέτα Παπαδοπούλου και η οποία βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου, ο Τζαν Ντουντάρ σημειώνει: «Πρέπει να σταματήσουμε τον Ερντογάν, τον Πούτιν, τον Τραμπ, τη Λεπέν. Πρέπει επίσης –και αυτό θέλω να το τονίσω ιδιαίτερα– να υπερασπιστούμε μια μεγάλη θεσμική κατάκτηση που σήμερα δέχεται επίθεση και στη χώρα μου την Τουρκία αλλά και αλλού στον κόσμο. Εννοώ ότι πρέπει να υπερασπιστούμε τον κοσμικό χαρακτήρα των κοινωνιών (secularism)» (σελ. 315).