CASTA DIVA

ή

La voix du siècle

Ο Αλφόνσο Σινιορίνι, διευθυντής έκδοσης των εβδομαδιαίων περιοδικών Chi και TV sorrisi & canzone, έγραψε αυτό το βιβλίο βασισμένος στις επιστολές της Μαρίας Κάλλας που είχε στην κατοχή του. Το βιβλίο έχει τη μορφή ενός ημερολογίου, όπου  οι επιστολές, χρονολογικά ταξινομημένες, αναφέρονται σε πρόσωπα και γεγονότα τα οποία έπαιξαν όχι μόνο καθοριστικό ρόλο, αλλά σημάδεψαν την καριέρα και τη ζωή της.

Ο συγγραφέας αρχίζει την εξιστόρησή του αφήνοντας τον αναγνώστη άφωνο ευθύς εξ αρχής, περιγράφοντας την επίσκεψή της σ’ ένα νεκροταφείο του Μιλάνου, στο μνήμα του μικρού Ορέστη, του παιδιού της με τον Αρίστο. Αμέσως μετά, τελείως κινηματογραφικά, κάνει ένα flash back, τότε που ήταν έξι χρόνων και ζούσε με την οικογένειά της στη Νέα Υόρκη. Και η ιστορία αρχίζει για να τελειώσει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Στο νεκροταφείο του Μιλάνου.

Τη σκληρότητα η Μαρία Κάλλας τη γνώρισε από μικρό παιδί από τη μητέρα της, με την προτίμηση που έδειχνε στη μεγαλύτερη αδελφή της. Όμως και επαγγελματικά ο δρόμος της ήταν εξαιρετικά δύσκολος. Τα πτωχά οικονομικά της οικογένειας τη δυσκόλευαν να έχει τα εφόδια για τη μελέτη της μουσικής. Τα πράγματα όμως δυσκόλεψαν περισσότερο από τη στιγμή που η μητέρα της αποφάσισε να έρθουν μόνες στην Ελλάδα, χωρίς κανένα εισόδημα. Η Μαρία είχε κερδίσει στη Νέα Υόρκη τη δεύτερη θέση σε ένα ραδιοφωνικό διαγωνισμό. Έτσι την επομένη η μητέρα της την πήρε από το χέρι και την πήγε σε όλες τις ταβέρνες του Πειραιά, ζητώντας δέκα δραχμές τη βραδιά για να τραγουδά η Μαρία στους ναυτικούς που σύχναζαν εκεί. Το πάχος της  και η ασχήμια της δεν λειτουργούσαν θετικά . Κανείς δεν την ήθελε. Εντούτοις η συμφωνία έκλεισε με έναν ταβερνιάρη. Η Μαρία θα έπαιρνε πέντε δραχμές τη βραδιά  και τρία πιάτα σούπα την εβδομάδα. Αυτός ήταν ο πρώτος μισθός της Μαρίας Κάλλας – και ήταν τότε μόλις δεκατριών χρονών.

Παράλληλα, το πάθος της για την τελειότητα και η ορμητικότητα του χαρακτήρα της  διαφαίνονται τόσο έντονα στις σελίδες του βιβλίου, που  ο αναγνώστης την ακούει  να φωνάζει, να σπάει, να κλαίει, να κλείνει ερμητικά την πόρτα πίσω της απειλώντας, ενώ άλλοτε, σαν μικρό κοριτσάκι, αναζητά τα χάδια και την τρυφερότητα στην αγκαλιά του πατέρα της ή σαν ύαινα ορμά στον Αρίστο, διεκδικώντας τον.

Ωστόσο, δεν είναι λίγες και οι εικόνες που ο αναγνώστης την ακούει και τη βλέπει ζωντανή εμπρός του να υποκλίνεται στο κοινό που την αποθεώνει, τη ραίνει με τριαντάφυλλα, αποκαλώντας την θεϊκή, ωθώντας ταυτόχρονα τον αναγνώστη τον εξοικειωμένο με τις άριές της να υποκλίνεται σε αυτήν.

Το ότι την εκμεταλλεύονταν για να κερδίσουν χρήματα το ένοιωθε συνεχώς η Μαρία. Ακόμη και ο άντρας της, ο Τίτα. Ο μόνος ο οποίος τη βοήθησε να διαχειριστεί σωστά τα οικονομικά της ήταν ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Εξ ίσου ορμητικός και θυελλώδης χαρακτήρας, όπως η Μαρία. Ο άνδρας που πλήγωσε την καρδιά της και ράγισε τη φωνή της. Ο άνδρας που παντρεύτηκε μιαν άλλη, ενώ ενταφιάστηκε διπλωμένος στην κόκκινη κουβέρτα που του χάρισε  η Μαρία για να ζεσταίνεται, όταν ήταν πια βαριά άρρωστος.

Οι ηρωίδες τις οποίες ενσάρκωσε είχαν την ίδια τραγικότητα που είχε και η δική της ζωή. Λες και η κάθε μία από αυτές είχε περάσει στο DNA της  και είχε αποτυπωθεί  στη μνήμη των κυττάρων της. Για αυτό τις τραγούδησε με την λυρικότητα της έκφρασης  και την τελειότητα της φωνής που δεν είχε καταφέρει  καμία άλλη μέχρι τότε. Η Νόρμα, η Βιολέτα , η Τόσκα , η Αΐντα, η Λουτσία, στο πρόσωπο και στη φωνή της Μαρίας Κάλλας είχαν βρει την ιδανική τους ερμηνεύτρια.

Αυτή η βιογραφία της Μαρίας Κάλλας είναι ένα βιβλίο δίπλα σε πολλά που έχουν γραφτεί για αυτή τη μυθική προσωπικότητα. Μοιάζει όμως πιο αληθινό από τα άλλα γιατί είναι βασισμένο στις δικές της σημειώσεις. Η μεταφράστρια Άμπυ Ράικου διατήρησε τη ζωντάνια και την απλότητα των σημειώσεων, αφήνοντας χώρο στα γεγονότα και τα πρόσωπα να φανούν ξεκάθαρα.