Η πρόοδος και οι απώλειές της

Αρκετοί είναι οι συγγραφείς που έχουν γράψει για την τεχνολογία και την επιστημονική πρόοδο χρησιμοποιώντας την επιστημονική φαντασία ή το κοινωνικό μυθιστόρημα, κρίνοντας ή σχολιάζοντας

μέσα από τα βιβλία τους. Η Έμιλυ Μπάρτον, ωστόσο,  αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο που ως ένα σημείο του μπορεί να διαβαστεί σαν παραμύθι και που οι New York Times χαρακτήρισαν ως το Βιβλίο της Χρονιάς για το 2000.

Σε ένα νησάκι δυτικά της Σκοτίας βρίσκεται το χωριό Μανδραγόρας. Εκεί ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει στο Μεσαίωνα και οι κάτοικοι επιβιώνουν χάρη στη σκληρή δουλειά τους και την αλληλεγγύη τους. Ο Υβ Γκουτρόν είναι ο εφευρέτης του χωριού και άνθρωπος σεβαστός από όλους. Οι εφευρέσεις του έρχονται να διευκολύνουν τη ζωή των κατοίκων, καθώς τους επιτρέπουν να χρησιμοποιούν το κάρο για να μεταφέρουν τα αγαθά τους. Εκείνη την περίοδο κάνει την εμφάνισή της στο χωριό η Ρουθ, μια νεαρή ανθρωπολόγος που έχει ακούσει για το χωριό και θέλει να μελετήσει τους κατοίκους του. Η παρουσία της διαταράσσει την ισορροπία του χωριού, καθώς τα ρούχα της, οι συνήθειές της, αλλά και ο… χάρτης της τους υποδεικνύουν ότι πιθανόν να υπάρχει κι άλλος κόσμος πέρα από το χωριό τους. Τα πάντα θα αλλάξουν, όταν ένα αμερικανικό αεροπλάνο συντρίβεται στο χωριό και μια ομάδα διάσωσης έρχεται να παραλάβει τους νεκρούς που έχουν ήδη ταφεί και όταν οι κάτοικοι ανακαλύπτουν ότι τελικά μένουν κοντά στη θάλασσα και δίπλα σε χωριά που ζουν τελείως διαφορετικά από αυτούς.

Όλο το μυθιστόρημα είναι η μαρτυρία του Υβ Γκουτρόν μαζί με υποσημειώσεις και επεξεργασία της Ρουθ. Έχει όλο τον αυθορμητισμό της γραφής του ανθρώπου που για πρώτη φορά αποφασίζει ότι έχει κάτι σημαντικό να αφηγηθεί, αλλά και τον προβληματισμό του που βλέπει τη ζωή που κληρονόμησε από τους προγόνους του να αλλάζει ραγδαία. Η απλή γλώσσα που χρησιμοποιεί και οι λιτές περιγραφές του αναδεικνύουν τον τρόπο ζωής του χωριού με τα προβλήματα και τις μικροχαρές του. Το ύφος του αντικατοπτρίζει το σταδιακά αυξανόμενο πανικό του για όσα ραγδαία αλλάζουν στον τόπο του μετά την ανακάλυψή του και την άφιξη της Ρουθ και των υπόλοιπων ξένων.

Στην πραγματικότητα είναι δύσκολο να εντοπίσει κάποιος έναν χαρακτήρα που να παρουσιάζεται σε βάθος, πέρα από τον αφηγητή Υβ. Η οπτική του παρουσιάζει τις εξελίξεις στο χωριό και τις αλλαγές που οι κάτοικοι υφίστανται, αλλά δεν εμβαθύνει σε άλλους χαρακτήρες, εκτός από τον αδερφό του τον Μαντρίκ, τον ερημίτη και φιλόσοφο του χωριού. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η μεταβολή που παρατηρείται στο σύνολο του χωριού. Η αποκάλυψη του σύγχρονου κόσμου και των ευκολιών του μαγεύει τους κατοίκους που είναι έτοιμοι να υποδεχτούν την τεχνολογία και τις δυνατότητες της. Ο Υβ αρνείται. Δεν μπορεί να θυσιάσει τη ζωή που έχει όσες δυσκολίες κι αν του προκαλεί. Η πρόοδος τον φοβίζει, αναρωτιέται πόσο άσχημα θα επιδράσει στις σχέσεις των ανθρώπων που αγαπά και έχει μάθει να ζει μαζί τους. Η Ρουθ, από την πλευρά της, έχει μαγευτεί από αυτόν το μεσαιωνικό τρόπο ζωής και όταν οι συγγενείς της τη βρίσκουν και της ζητούν να γυρίσει μαζί τους, αυτή αποφασίζει να μείνει εκεί. Αυτό το διφορούμενο τέλος -οι κάτοικοι που είναι έτοιμοι να  αγκαλιάσουν την τεχνολογική πρόοδο και η Ρουθ που την αρνείται- είναι και το μεγαλύτερο προσόν του βιβλίου. Η Μπάρτον δεν καταδικάζει άμεσα την πρόοδο, τονίζει όμως την αμφισβήτηση της παντοδυναμίας της και δίνει έμφαση στο δέσιμο με τη γη και στην ευτυχία που προκύπτει μέσα από τη σκληρή προσωπική δουλειά. Και αφήνει ανοιχτό το τέλος για ερμηνείες… Ώς ποιο σημείο η τεχνολογία εξυπηρετεί τον άνθρωπο και ώς ποιο σημείο ο άνθρωπος υποτάσσεται σε αυτήν;