Ο Γιώργος Βέης είναι πρωτίστως ποιητής (γεννημένος με το δώρο της μούσας Ερατούς). Είναι θέσει και φύσει διπλωμάτης. Είναι από πεποίθηση ουμανιστής. Πιστεύει ότι κάθε άνθρωπος είναι δυνάμει δάσκαλός του και κάθε ανθρώπινη συνάντηση τη θεωρεί –ως φαίνεται και δηλώνει ο ίδιος στο οπισθόφυλλο–, ως δώρο (από το Δημιουργό;). Είναι επόμενο λοιπόν να βιώνει τα ταξίδια και τους τόπους όπου μετατίθεται ως σημεία συνάντησης πολιτισμών, ανθρώπων, θρησκειών, ιδεολογιών, ιδιοσυγκρασιών, απόψεων ζωής και λοιπά. Χωρίς να κατακρίνει ή να επικρίνει, αποδέχεται τη φαινομενική πλευρά των γεγονότων ως έκφανση του θείου σχεδίου κι ως εκ τούτου τέλεια. Είναι συγκινητικός ο τρόπος που περιγράφει τον πανσεξουαλικό νεαρό που πεθαίνει από Aids κι αναρωτιέται (ρητορικώς, βεβαίως) πού βρέθηκαν τόσα λουλούδια στην κηδεία του. Αυτή ακριβώς η φιλάνθρωπη ματιά στα πράγματα δίνει μια εξ ορισμού ποιητική διάσταση και στον πεζό του λόγο. Παρ’ όλο που έχει βραβευτεί δύο φορές (το 2000 και το 2010) με το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας, εγώ προτείνω να του απονεμηθεί το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το σύνολο του έργου του, γιατί ο ποιητής είναι ποιητής ακόμα κι όταν στέλνει μηνύματα στο κινητό ή στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Ο Γιώργος Βέης είναι γενναιόδωρος, αφού είναι χαρισματικός και χωρίς συμπλέγματα. Γράφει κριτική λογοτεχνίας από το 1976 κι αν κρίνω από τον όγκο και την ποιότητα της δουλειάς του, θα πρέπει να περνάει την ημέρα του διαβάζοντας βιβλία άλλων. Γιατί έχουμε συνηθίσει σε αυτιστικούς «λογοτέχνες» που ασχολούνται μόνο με το ανύπαρκτο έργο τους και θαρρούν πως όλος ο κόσμος στρέφεται γύρω από το άτομό τους. Πόσες θλιβερές υπάρξεις μουντζουρώνουν χαρτιά μόνο και μόνο για να κρύψουν το θεόρατο κενό της ύπαρξής τους.

Ο Γιώργος Βέης δείχνει το δρόμο στους νεότερους ποιητές να διέρχονται τις Συμπληγάδες του βίου με χάρη και μια ανάλαφρη σοβαρότητα, κάπου ανάμεσα γιν και γιανγκ της Άπω Ανατολής που τόσο – ως φαίνεται – αγάπησε, αφού και η χαριτόβρυτη δεύτερη σύζυγός του είναι από εκεί.

Στο βιβλίο αυτό με το συμβολικό τίτλο «Μανχάταν-Μπανγκόκ», ο διανοητής συγγραφέας κινείται μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ υπερ-ενεργητικότητας και ράθυμης παθητικότητας, μεταξύ ηδυπάθειας και υπερκαταναλωτισμού, μεταξύ αποδοχής της ζωής ως φτωχής αντανακλάσεως ουρανίων σφαιρών –ως ψευδαίσθησης, χρήσιμης κι εκπαιδευτικής ωστόσο–, και ως πεδίο πραγμάτωσης των υλικών στόχων κι επιδιώξεών μας, λες και δεν υπάρχει τίποτα άλλο από αυτό που φαίνεται και μπορεί να μετρηθεί με πραγματιστικό τρόπο. Αυτό το ιδεολογικό εκκρεμές που κινείται αρμονικά ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα χαρίζει στον ποιητή ένα ευρύ φάσμα πειραματισμού κι αντλήσεως πρωτογενών υλικών από τη μίζερη (ενίοτε) πραγματικότητα.

Αντίθετα από τον Καρυωτάκη που θεώρησε τη δημοσιοϋπαλληλική του καριέρα ως κατάρα και προθάλαμο του γραφείου τελετών, ο ευφυής διπλωμάτης αποδέχεται το δώρο κι αξιοποιεί τις ατέρμονες, κοπιαστικές και ψυχοφθόρες μετακινήσεις του ως εφαλτήριο ανάπτυξης της προσωπικότητας κι εξέλιξης του πνευματικού του δυναμικού. Αυτό που σκοτώνει τον έναν τον άλλον τον εξυψώνει. Από αυτή την άποψη θα δεχόμασταν να μας εκπροσωπήσει ως είδος (λογοτεχνών) ο Γιώργος Βέης και να είναι (εύχομαι) ο τρίτος που θα ανέβει τα σκαλιά της Σουηδικής Ακαδημίας για να δεχθεί την μέγιστη (γήινη) διάκριση για έναν εργάτη του Λόγου. Είναι σεμνός, είναι αυθεντικός, είναι γενναιόδωρος, είναι εμπνευσμένος, είναι βαθιά ουμανιστής κι ανθρώπινος. Τι άλλο μπορεί να περιμένει κανείς από έναν συγγραφέα σε χαλεπούς καιρούς;

Για την αυτοκριτική του λογοτέχνη-περιηγητή σας παραπέμπω στη σελίδα 219 (από το «Επιδόρπιο») αυτού του ψυχωφελούς βιβλίου.