«Για ένα πουκάμισο αδειανό»

Ο Σεμπάστιαν Μπάρυ γεννήθηκε το 1955 στο Δουβλίνο και σπούδασε αγγλική και λατινική φιλολογία στο Trinity College. Έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές, νουβέλες, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Το «Μακριά, πολύ μακριά» (2005) ήταν στην τελική λίστα υποψηφιοτήτων για τα βραβεία Booker και Impac.

Ο 19χρονος Γουίλι Νταν από το Δουβλίνο κατατάσσεται εθελοντής στο βρετανικό στρατό που μάχεται εναντίον των Γερμανών κατακτητών στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918). Υπηρετεί σε μια καθαρά ιρλανδική διμοιρία σε διάφορα μέτωπα του Βελγίου και της Γαλλίας. Συμμετέχει στις μάχες, οι περισσότερες χαμένες, που αποδεκατίζουν τους Ιρλανδούς, αναπτύσσει σχέσεις φιλίας με τους άλλους στρατιώτες και κάνει όνειρα για το μέλλον που τον περιμένει με την Γκρέτα, το κορίτσι του πίσω στην πατρίδα. Έχει μόλις τελειώσει η πρώτη του άδεια και ετοιμάζεται να επιβιβαστεί στο πλοίο που θα τον μεταφέρει μαζί με τους συμπολεμιστές του στην πρώτη γραμμή, όταν ξεσπά η Πασχαλινή Εξέγερση (1916). Ιρλανδοί που εγκατέλειψαν την ελπίδα ότι η Βρετανία θα τους ανταμείψει για τη συμμετοχή τους στον πόλεμο δίνοντας αυτοδιάθεση στην Ιρλανδία και στράφηκαν για βοήθεια στους Γερμανούς, γιατί «κάθε δοκιμασία για την Αγγλία είναι μια ευκαιρία για την Ιρλανδία», μάχονται στους δρόμους του Δουβλίνου με τις  βρετανικές δυνάμεις, στις οποίες υπηρετούν επίσης Ιρλανδοί, όπως ο Γουίλι. Η συμπάθεια που δείχνει ο τελευταίος για τους εξεγερμένους σε ένα γράμμα που στέλνει αργότερα προς τον αστυνομικό (και οπαδό του βασιλιά) πατέρα του, θα ψυχράνει τις σχέσεις τους. Η καταστολή της εξέγερσης από τους Βρετανούς και η εκτέλεση των ηγετών της θα αυξήσει τους οπαδούς του κινήματος της ανεξαρτησίας. Η κατάσταση θα επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια και ο Γουίλι θα αντιμετωπιστεί ως μίασμα από τους συμπατριώτες του.

Ο Σεμπάστιαν Μπάρυ προσεγγίζει με γνώση και ειλικρίνεια το θέμα της συμμετοχής των Ιρλανδών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που «ξεχάστηκε» στη δεκαετία του ’20, όταν ξεκίνησε η νέα ιστορία της ανεξάρτητης πλέον Ιρλανδίας. Ο Γουίλι πηγαίνει στον πόλεμο γιατί αισθάνεται ότι είναι υποχρέωσή του, αλλά και για να ικανοποιήσει τον πατέρα του που θα ήθελε πολύ να γίνει ο γιος του αστυνομικός, αν είχε τα σωματικά προσόντα και κυρίως το δικό του ύψος. Είναι ένα απλό, ανυποψίαστο παιδί που προσλαμβάνει τον κόσμο μέσω των αισθήσεων και οι σκληρές συνθήκες που αντιμετωπίζει τον ωριμάζουν «μακριά, πολύ μακριά» από οποιαδήποτε πατρίδα. Οι συμπατριώτες του τον θεωρούν προδότη και ο βρετανικός στρατός, τον οποίο δεν έχει πάψει να υπηρετεί, ανάξιο εμπιστοσύνης, γιατί ανέκαθεν οι Ιρλανδοί «ήταν περίεργη φάρα». Ο πόλεμος θα τελειώσει και η Ιρλανδία θα αποκτήσει την ανεξαρτησία της λίγα χρόνια μετά, αλλά ο Γουίλι θα έχει θυσιαστεί «για ένα πουκάμισο αδειανό» που σημαίνει περισσότερο αίμα στον αιώνα τον άπαντα.

Ο συγγραφέας δεν ταυτίζεται με τον ήρωά του, αν και «βλέπει» τον πόλεμο μέσα από τα δικά του «μάτια». Μοιάζει με ένα είδος χρονικογράφου που τον ακολουθεί σαν σκιά στα χαρακώματα, παρακολουθεί τη διάταξη των στρατευμάτων, παρίσταται στις μάχες εκ του συστάδην και καταγράφει την εικόνα των χιλιάδων νεκρών που κείτονται στην καμένη γη. Αλλά, σε αντίθεση με εκείνον, γνωρίζει τις συνέπειες των πράξεών του και την τραγική του μοίρα. Η γλώσσα του διακρίνεται από ποιητικό λυρισμό, αλλά και ρεαλισμό και ειρωνεία, ακόμη και χιούμορ, όταν χρειάζεται. Η μετάφραση της Κίκας Κραμβουσάνου και η θεώρησή της από τη Μαργαρίτα Ζαχαριάδου αποδίδουν το ύφος του συγγραφέα. Οι σημειώσεις της μετάφρασης στο τέλος του βιβλίου βοηθούν στην κατανόηση των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών στην Ιρλανδία της εποχής.