Αειθάλλων ρομαντισμός, πεσιμιστική αισιοδοξία μάχιμη, εξιδανικευμένη ερωτική ορμή. Το σώμα τοπίον συμβιβασμένου Έρωτος, φυλλοβόλον (σελ. 39-40). Η απουσία του Άλλου, του έτερου δηλώνεται σαφώς (σελ. 40). Απόπειρα συγκαλύψεως της λοξότητος σκέψεως και λογισμού (σελ. 27). Τα περισσότερα είναι ποιήματα ποιητικής. Μοναξιά  χαμένη μεταξύ ρεμβασμών (σελ. 50) και δειλίας (σελ. 51). Η κοινωνική ανάγκη του Υπερεγώ για την τήρηση των προσχημάτων (σελ. 53). Αλλά κι η νοσταλγία για το Πρωταρχικόν Φάος, το Πυρ το λυτρωτικόν  (σελ. 54). Η ερωτική ορμή μόνον ως εξιδανικευμένη μπορεί να γίνει αποδεκτή (σελ. 61-62). Απαγορευμένος, κρυφός, παράνομος ο έρωτας, προσελκύει μάρτυρες κατηγορίας (σελ. 66). Οι εραστές είναι φοβισμένοι (σελ. 65), ενοχοποιημένοι, κυνηγημένοι. Τηρούνται τα προσχήματα (σελ. 53). Λεκτική εκτόνωση του ερωτικού (σελ. 73). Το στόμα αντί για φιλιά εκπέμπει ντροπαλές λέξεις (σελ. 46, 59, 69). Η αφή εμφανίζεται μόνον στη σελίδα 70. Η αφηγηματική φωνή δηλώνει ότι αμέλησε να ζήσει, στη «Διαθήκη», στο καταληκτικό ποίημα αυτής της συλλογής της καθηγήτριας θεατρολογίας στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Είναι περίεργο το τυπογραφικό λάθος της σελ. 76: «ανικτοίρμον» αντί του ορθού «ανοικτίρμον». Γλώσσα λανθάνουσα; Αν σκεφτείς ότι η γλωσσοπλαστική της ποιήτριας δεν είναι κραυγαλέα, αφού εντοπίζεται κυρίως στο «αγγελόπτερος» της σελ. 60, μάλλον για υποσυνείδητο λάθος πρόκειται. Δεδομένου ότι η έκδοση είναι ιδιαίτερα επιμελημένη, όπως φαίνεται στο σωστό «ωρίμαση» (σελ. 9) αντί του λανθασμένου, αλλά συνηθισμένου, «ωρίμανση», αυτό το «ανικτοίρμον» μπορεί να εκληφθεί ως το δαιμόνιον που επαληθεύει τη θεότητα (από το ρήμα θεώμαι). Φειδωλή η ποιήτρια σε εκζητήσεις και ακροβασίες. Απλός, ψιθυριστός ο λόγος της. Εξομολογητικός, σχεδόν καθημερινός. Μόνον ένα ενδιαφέρον οξύμωρο εντόπισα στη σελ. 68: «Θυσιαστική πράξη εξ αμελείας αποφαίνεται ο ιατροδικαστής και τραβάει το δέρμα μέχρι το κεφάλι». Υπέροχο.

Σε γενικές γραμμές, αμφιταλαντεύτηκα ως συνδημιουργός επαρκής αναγνώστης ανάμεσα στη μόρφωση της ποιήτριας και στη ρομαντική επιφυλακτικότητα του λόγου της. Σχεδόν ρετρό, χωρίς να είναι απαραίτητα παλιομοδίτικη. Αυτή η αρρώστια της νοσταλγίας επικεντρώνει τη λέιζερ ακτίνα του νοητικού μας σε ένα εξιδανικευμένο άχωρο παρελθόν, μετατοπίζει το διακύβευμα στον χώρο της ουτοπίας, απέχει δηλαδή από το τώρα. Τολμώ να πω, σαν τον Καβάφη (στο ποίημα του «Κρυμμένα», «κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα / βέβαια θα φανεί κ‘ ελεύθερα θα πράξει»), ότι όταν έρθει ο χρόνος (σύντομα ελπίζω – ακόμα κι αν δεν ζούμε πια εμείς) που ο έρωτας θα γίνει απλός, συναινετικός και ειλικρινής, τότε παρόμοια ποιήματα θα είναι υλικό για ερευνητές, αφού η Ζωή θα έχει νικήσει, υπερβεί και υποσκελίσει τη ρομαντική Τέχνη και Ποίηση…