Ταξίδι στη χώρα της μνήμης

Η θρυλική, τίτλος που τον έχει κερδίσει δικαίως, μουσικός και ποιήτρια Πάτι Σμιθ επιχειρεί ένα ταξίδι στη χώρα της μνήμης, ανατρέχοντας σε στιγμές, εικόνες, τόπους, στέκια, βιβλία και βέβαια ανθρώπους με τους οποίους μοιράστηκε τη ζωή της. Επιχειρεί, όπως της λέει καουμπόι στο όνειρό της με το οποίο ανοίγει η αφήγηση, να γράψει για το «τίποτα»: εκείνο το «τίποτα» της καθημερινότητας μιας ζωής που θα μπορούσε να είναι μυθιστόρημα, αλλά η Πάτι Σμιθ δεν επιλέγει αυτή την οδό. Επιλέγει εκείνη της αυθόρμητης καταγραφής της ροής των σκέψεων και των αναμνήσεων, με μια μορφή ονειρικών συνειρμών και ποιητικής γραφής.

Πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, αλλά όχι με την κλασική τους μορφή. Εκείνη χαρακτηρίζει το βιβλίο ως έναν «οδικό χάρτη της ζωής της» και έτσι είναι, με στιγμές και πρόσωπα ορόσημα, όπως ο σύζυγός της Φρεντ, με ταξίδια σε μακρινές χώρες και περιπλανήσεις στο αστικό τοπίο, με τους συνοδοιπόρους της, τις γάτες της και τις αποσκευές της: τα βιβλία της και τα αγαπημένα της ρούχα, όπως το χαρακτηριστικό μαύρο, μακρύ παλτό της – φθαρμένο, πολυφορεμένο αλλά απαραίτητο για την ισορροπία του κόσμου της, σαν μια οικεία αγκαλιά στην οποία πάντα καταφεύγουμε.

Κάθε κεφάλαιο, όλα με ποιητικούς ή παράδοξους τίτλους, είναι ένας σταθμός σε αυτό το ταξίδι, και συνοδεύεται από φωτογραφίες της εποχής στην οποία αναφέρεται, όπου πρόσωπα, τόποι και αντικείμενα, συνθέτουν το παζλ της μνήμης της. Και έτσι όπως το ανασυνθέτει η Πάτι Σμιθ αυτό το ταξίδι προς τα πίσω, δεν μπορεί παρά να γοητεύσει όποιον την αγάπησε ως καλλιτέχνη που έμεινε απαρέγκλιτα έξω από κάθε νόρμα και στερεότυπο αλλά και σαν μία φωνή που πήρε θέση σε ό,τι έκρινε ότι έπρεπε, χωρίς να λογαριάσει διπλωματία και κόστος, γιατί απλά δεν την ένοιαζε ποτέ. Κι αν κάτι αναδεικνύεται από το κείμενο, πέρα από την ποιητική ομορφιά της αφήγησης, είναι αυτή εκκεντρική της απλότητα, μιας γυναίκας που δεν υποκρίνεται ότι ζει, αλλά υπάρχει σε όλα τα επίπεδα -σωματικό, συναισθηματικό, πνευματικό-, απολαμβάνοντας το γεγονός ότι είναι ζωντανή και μετατρέποντας σε τέχνη το βάρος της ύπαρξης.