H Αποκαθήλωση

Ο Βασίλης Αλεξάκης (Αθήνα 1943) σπούδασε δημοσιογραφία στην Ανωτάτη Σχολή της Λιλ στη Γαλλία. Το Τάλγκο ήταν το πρώτο μυθιστόρημά του που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1981 και ξεπέρασε τις εκατό χιλιάδες αντίτυπα. Το1985 απέσπασε στη Γαλλία για το Η Μητρική γλώσσα τα βραβεία, Medicis, Αλμπέρ Καμύ και το Βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας. Ενώ για το μ.χ.  το 2007 πήρε το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας. ο Αλεξάκης επίσης ασχολήθηκε με το χιουμοριστικό σκίτσο και τον κινηματογράφο. Από το 1968 έχει εγκατασταθεί στο Παρίσι.

Στο μ.χ ένας φοιτητής από την Τήνο ζει στην Αθήνα έχοντας για σπιτονοικοκυρά του μια γερόντισσα, κόρη μεγάλης εφοπλιστικής οικογένειας, η οποία τον παρακαλεί να επισκεφθεί το Άγιο Όρος, για να μάθει πως και από τι ζουν οι μοναχοί  και το σημαντικότερο να βρει τι απέγινε ο αδελφός της ο Δημήτρης, που πριν πενήντα χρόνια, ζήτησε εκεί καταφύγιο από την ζωή.

Ο Βασίλης Αλεξάκης, με κινηματογραφικά μονταρισμένες περιγραφές στη  διαχείριση του χρόνου πριν και τώρα, κάνει τον αναγνώστη να έχει την ίδια σπιτονοικοκυρά, τον ίδιο ταξιτζή, ακόμη και την ίδια αποστολή να ανακαλύψει και ο ίδιος το Άγιο Όρος. Το 963μ.χ. στον Άθω χτίζεται με εδαφική κληρονομιά από το Βυζάντιο, το μεγάλο μοναστήρι. Στα 1054 δημιουργείται μια Θρησκευτική Πρωτεύουσα από Σέρβους, Ρώσους Βούλγαρους και Έλληνες. Η Ελληνική Αθωνική κοινότητα αρχικά λειτούργησε και σαν Τράπεζα προς δανεισμό και φύλαξη έναντι υψηλού επιτοκίου, κέρδος που επέτρεψε τις μετέπειτα επιχειρηματικές δραστηριότητες αγοραπωλησιών και άλλων επενδύσεων. Η εισροή χρήματος επέτρεψε στο μοναστήρι να λειτουργήσει σαν κράτος, που έχει οικονομική πολιτική για Άμυνα προς αντιμετώπιση της Δυτικής  προπαγάνδας. Παράλληλα, ξεκινούν και πολιτικές παρεμβάσεις και συγκαλύψεις ενώ αργότερα μέσω οργανώσεων αιρετικών και μη όπως η Ζωή, υποστηρικτές της εισχωρούν στον κοινωνικό ιστό με κατηχητικά, Φοιτητικές Λέσχες, Συλλόγους, μπολιάζοντας και φανατίζοντας οπαδούς που παίζουν από τότε πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά γεγονότα, με Φρειδερίκη, πραξικόπημα του 1967, έως και σήμερα.

Όταν η Δημοτική ορίστηκε επίσημη γλώσσα του κράτους, με παρέμβαση της  νομοθετήθηκε απαγορευτικό άρθρο για την μεταγραφή των Ιερών κειμένων. Η Βουλή στήριξε και διατήρησε το Άβατο, απορρίπτοντας την αίτηση της Ε.Ε για την κατάργησή του, αφού ακόμα και το Σπίτι του Λαού χτίστηκε  χρηματοδοτούμενο από την Αθωνική κοινότητα. Καίτοι θεωρείται Άβατο και στα παιδιά, στο Μοναστήρι λειτουργεί Γυμνάσιο και Λύκειο αρρένων, με την συνενοχή του Κράτους, οι μαθητές αυτοί αποκομένοι και χωρίς να είναι δική τους επιλογή δεν θα γνωρίσουν το αντίθετο φύλλο. Ταυτόχρονα, στους διαδρόμους των μοναστηριών ακούγονται τηλεφωνικές συζητήσεις όμοιες με αυτές που ακούγονται στη Βουλή, όπου κλείνονται  συναντήσεις με υπουργούς και εφοπλιστές για διευκολύνσεις. Ενώ ο Πούτιν σε επίσκεψη λίγων ωρών  απαγόρευσε να ψάξουν τους σαράντα σωματοφύλακές του με τις ισάριθμες ασήκωτες βαλίτσες κατά την αναχώρησή του.

Κι ο αναγνώστης αναρωτιέται «ποιος είναι το κράτος»;

Όσοι επιλέγουν να γίνουν μέλη της Αθωνικής κοινότητας, δεν έχουν το κουράγιο να πεθάνουν ή τη διάθεση να ζήσουν -λέει ο συγγραφέας- αγνοώντας το μαρτύριο που θα ζήσουν εκεί. Μέλη της είναι και πολιτικοί φυγάδες. Κατά την διάρκεια δε των εσωτερικών τους συμπλοκών, εγκαταλείπονται αιμόφυρτοι και αβοήθητοι ακόμη και από τους μοναχούς ταξιτζήδες που προσπερνούν  για να μην λεκιάσουν τα καθίσματα. Μοιάζουν να μην αγαπούν Ρώσους, Εβραίους, Καθολικούς, Φιλόσοφους, Γυναίκες και όταν ο Συγγραφέας ρώτησε τότε ποιον αγαπάτε; Η απάντηση ήταν «Το  Θεό!».

Ο συγγραφέας, με βάση τον ορθολογισμό και τους Προσωκρατικούς Φιλόσοφους, τοποθετείται εξ αρχής λέγοντας πως αιτία της πίστης είναι η ελπίδα, διαχωρίζοντας την πολιτική σκέψη που ανίκανη να προσφέρει ελπίδα, παρέχει το Δημοκρατικό πολίτευμα.

Σε ένα χώρο όπου η αυστηρότης του τελετουργικού σε κάνει να χάνεις τη μέτρηση του χρόνου, ο Βασίλης Αλεξάκης αφηγείται, κινούμενος σε δύο άξονες. Ο ένας άξονας αφορά αυτά που ο ίδιος ζει και ο άλλος αφορά την Ιστορία του Αγίου Όρους εδώ και δέκα αιώνες. Ως εκ τούτου, υπάρχουν δύο διαφορετικοί τρόποι γραφής. Στον πρώτο με αίσθηση μέτρου, ρεαλισμό, διακριτικότητα, ευπρέπεια και ανθρωπιά περιγράφει την περιπέτειά του. Στον δεύτερο, σαν να πρόκειται για μια  πτυχιακή εργασία, παραθέτει στοιχεία που γεννούν άπειρα συναισθήματα και ερωτήματα στον αναγνώστη ,τον οποίον πολλάκις αφήνουν άφωνο.

Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσουν όλοι.