Κάπου μεταξύ Σολωμού κι Ελύτη κινείται το ευσύνοπτο αυτό πόνημα του Λεωνίδα Χαζίρογλου, τυπωμένο άψογα και με επιμέλεια των συνεργατών του εκδοτικού τυπογραφείου Ιδεόγραμμα. Η στοιχειοθεσία στο χέρι, το πολυτονικό με βαρείες –όσο κι αν δυσκολεύουν τη νέα γενιά–, δίνουν στην ποίηση ένα άλλο βάθος και πλουταίνουν το ρυθμό των πονημάτων – παλαίμαχων και νεότευκτων εραστών της Μούσας Ερατώς.

Η επιλεκτική χρήση της ζευγαρωτής ομοιοκαταληξίας, η συνειδητή δημιουργική μίμηση ρυθμών και μοτίβων της παραδοσιακής ποίησης, η αστρολαγνεία και η μαγική ενατένιση τού σύμπαντος κόσμου ως πεδίου ελευθερίας κι αποδέσμευσης από τα δεσμά της ύλης, η προφανής ή διστακτική ειρωνεία κι ο αυτοσαρκασμός, δίνουν σε αυτή την ποιητική απόπειρα μια διαχρονική στασιμότητα και μια πηγαία –ή μήπως ηθελημένη– απόσταση από το άναρχο μεταμοντέρνο και τις μετά το μεταμοντέρνο αδόκιμες εξερευνήσεις του γλωσσικού ιδιώματος από δόκιμους ποιητές (ή μήπως «ποιητές»;).

Η επιστροφή στις λίγο-πολύ εξαντλημένες φόρμες του παρελθόντος, η ανάγκη της αυστηρής πειθαρχίας ενός σονέτου ή ενός χάϊ-κού έχουν συχνά εμπνεύσει ακαδημαϊκούς και μη στιχοπλόκους, όμως αυτό που λείπει από το αποτέλεσμα της τόσης τεχνουργίας είναι συχνά το όραμα, η θέαση του κόσμου με πρωτότυπο τρόπο από άλλη κάθε φορά οπτική γωνία. Είναι εν τέλει αυτή η αίσθηση ότι δεν μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από το χαρτί και το μυαλό σου από τρεις λέξεις βαλμένες στη σειρά με αλλόκοτο τρόπο.

Όσο κι αν στάθηκα –σημειώνοντας στο περιθώριο–, σε μερικές πετυχημένες ποιητικές φράσεις-εικόνες-ιδέες-διατυπώσεις, όσο κι αν γεύτηκα παλιό καλό κρασί από δρύινα βαρέλια, όσο κι αν δοκίμασα την ίδια ανέξοδη φυγή του παραισθητικού κόσμου της ποιητικής ψευδαισθήσεως, δεν ξεδίψασα ούτε κι από αυτό το βιβλίο, δεν κόρεσα –ούτε για μια στιγμή, έστω–, την ανάγκη μου της ονειροπόλησης, δεν έγινε η μέρα μου καλύτερη και ο ύπνος μου περιεκτικότερος.

Κάθε φορά που διαβάζω ένα ενδιαφέρον πόνημα κάποιου φιλόδοξου εργάτη του Λόγου, χωρίς να νιώσω την απαιτούμενη για ν’ αντέξουμε την πολιτισμική κρίση ανάταση ψυχής, ελπίζω –καλόψυχα και καλόβολα– να τη δοκιμάσω σε έναν επόμενο ποιητικό περίπλου τής ασφυκτικά κατοικημένης και πανέμορφης υδρογείου μας.

Για να είμαι όμως δίκαιος και για να σας δώσω μια ποιητική γεύση αυτού του πονήματος –θεωρώντας ότι το μέρος μπορεί ίσως να σας προϊδεάσει για το Όλον–, σας παραθέτω τις δύο τελευταίες στροφές από το αυτοσαρκαστικό και υγιώς ειρωνικό ποίημα «Η Τάξη»:

[…]

Ποιος ο λόγος πού ‘χω τόση θλίψη;

Ήδη το μυαλό μου πέρασε στη σήψη

Σκέψεις πάνε κι έρχονται αόριστες, λωλές

Λέαινες, τίγρεις, ύαινες, ανάπηρες, λωλές

 

Η νοσταλγία των καιρών χτυπά επιτακτικά τη θύρα

Η Αγία των βυθών κοιτά εκστατικά τη λύρα

Μην είν’ η ποίηση που πάει να με τρελλάνει;

Μ’ αίμα γράφεσαι ζωή και όχι με μελάνι.

Σας καλώ να παρατηρήσετε τη ρυθμική ποικιλότητα κάτω από τη φαινομενική μονοτονία. Είναι –εν κατακλείδι– κάτι που δεν συναντώ συχνά στα συνήθη πεζολογήματα των αυτοψυχαναλυόμενων κι αυτοοικτιρόμενων μετά-μεταμοντέρνων ποιητών μας. Κι απολαμβάνω αυτή τη παλιομοδίτικη φρεσκάδα όσο μπορώ, περιορίζοντάς την όμως στο μέτρο του πεπερασμένου. Ήμαστε μήπως οι σύγχρονοι παρεπιδημούντες τον Παρνασσό της Ποιήσεως σαν τον Οδυσσέα που περνώντας τις Συμπληγάδες Πέτρες δεν μπορεί να γυρίσει πλέον πίσω και το μόνο που επιτρέπεται είναι να οδηγήσει το σκάφος του μπροστά με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα;