Love bites

A white well in a black cave.

A bright shell in a dark wave.

Elinor Wylie

Το ”Λυκόφως” είναι το πρώτο βιβλίο της ”Twilight Saga” (Τετραλογία του Λυκόφωτος σε ελεύθερη απόδοση) που αυτή τη στιγμή αποτελεί το πιο δημοφιλές ανάγνωσμα στις ΗΠΑ: τα τρία πρώτα βιβλία της σειράς έχουν ήδη πουλήσει οκτώ εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ το τέταρτο και τελευταίο, που μόλις κυκλοφόρησε, αναμένεται να ξεπεράσει τα τρία εκατομμύρια. Δημιουργός τους η Στέφανι Μέγιερ, μια μέχρι πρότινος άσημη μορμόνα νοικοκυρά από την Αριζόνα, που έγραφε μανιωδώς τις νύχτες που ο σύζυγος και τα τρία παιδιά της κοιμόντουσαν ανυποψίαστοι (ενώ η τύχη τους, όπως αποδείχτηκε, δούλευε…).

Ομολογώ ότι, όταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο, δεν είχα ιδέα για το γεγονός ότι θεωρείται το νέο εκδοτικό φαινόμενο. Μου κίνησε το ενδιαφέρον αρχικά το καλαίσθητο εξώφυλλό του και στη συνέχεια η διαφορετική του προσέγγιση στον κλασικό μύθο των βαμπίρ, που αποτελεί ξανά και ξανά την πρώτη ύλη για τη λογοτεχνία του Φανταστικού. Στο ”Λυκόφως” η 17χρονη Μπέλλα, ερωτεύεται έναν νεαρό με απόκοσμη ομορφιά και παράξενη συμπεριφορά: ο Έντουαρντ είναι μέλος μιας διαφορετικής οικογένειας, μιας ”σύναξης” βαμπίρ που όμως αυτοδεσμεύονται από έναν ηθικό κώδικα: δεν επιτίθενται σε ανθρώπους, καλύπτοντας τις ανάγκες τους για αίμα αποκλειστικά με ζώα. Έτσι κατορθώνουν να συμβιώνουν με το ανθρώπινο είδος, κρατώντας πάντα αποστάσεις ασφαλείας ώστε να μην αποκαλυφθεί η αληθινή φύση τους. Ο έρωτας όμως, ως συνήθως, θα ανατρέψει τις εύθραυστες ισορροπίες: το μυστικό της ”σύναξης” κινδυνεύει να αποκαλυφθεί, ενώ το ερωτευμένο ζευγάρι θα βρεθεί να παίζει ένα οριακό παιχνίδι ανάμεσα στον πόθο και τον θάνατο.

Το κείμενο είναι ιδιαίτερα καλογραμμένο, με ροή κινηματογραφική (ήδη η ταινία είναι στα γυρίσματα και θα βγει το Δεκέμβρη του 2008 στους κινηματογράφους) και γλώσσα σύγχρονη που αποδίδεται ικανοποιητικά στα ελληνικά από τη μετάφραση. Η αφήγηση είναι έτσι δομημένη ώστε το βιβλίο να διαβάζεται απνευστί, ενώ ταυτόχρονα διεγείρει τον αναγνώστη κάνοντάς τον να θέλει οπωσδήποτε να παρακολουθήσει τη συνέχεια της ιστορίας. Δύο από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του είναι τα ατμοσφαιρικά σκηνικά – το βροχερό Σιάτλ και τα σκοτεινά βόρεια δάση που τρέφουν από τις απαρχές της ανθρωπότητας τους θρύλους, καθώς και ο διπλός χειρισμός από τη συγγραφέα της μυθολογίας των βαμπίρ: υπάρχουν κλασικά στοιχεία του μύθου που διατηρούνται ακέραια, ενώ άλλα ανατρέπονται ή αναβαπτίζονται σε μια πολιτικώς ορθή εκδοχή τους. Το ”Λυκόφως” παρουσιάζει τα βαμπίρ εξευγενισμένα, προσαρμοσμένα στον 21ο αιώνα, ως ένα είδος ”σούπερ ηρώων” χωρίς κάστρα, φέρετρα και νυχτερίδες, χωρίς καν τους υπερμεγέθεις κυνόδοντές τους.

Και ενώ η βία και το σεξ απουσιάζουν σχεδόν εντελώς από το κείμενο συμβαδίζοντας με τον πουριτανισμό της αμερικανικής κοινωνίας, το βιβλίο διατρέχεται από την καταπιεσμένη δίψα για ανθρώπινο αίμα – και είναι τόσο έντονη αυτή η ανάγκη ώστε σχεδόν ταυτίζεται με τη σεξουαλική επιθυμία. Έτσι, ενώ η Στέφανι Μέγιερ σε μια πρώτη ανάγνωση γράφει μια ιστορία αγάπης σκοτεινή μεν, αναίμακτη δε και κυρίως πλατωνική, αυτό που τελικά προκύπτει είναι ένα βιβλίο όπου το αίμα και το σεξ αναδεικνύονται σε αφανείς πρωταγωνιστές: υπάρχουν ως βασανιστικές επιθυμίες, υπονοούνται συνεχώς και φτάνουν κάθε φορά στο όριο της εκδήλωσής τους αλλά δεν πραγματώνονται – αποτελούν ταμπού, μια απαγορευμένη ζώνη για τους ήρωες του μυθιστορήματος, στην οποία δεν εισέρχονται. Αλλά έως πότε θ’ αντιστέκονται στον πειρασμό; Και σ’ αυτό ακριβώς το ερώτημα οφείλεται, κατά την εκτίμησή μου, η επιτυχία της τετραλογίας – το εκμαυλιστικό παιχνίδι με τα όρια του απαγορευμένου υπήρξε πάντοτε θεμελιώδες στοιχείο της ανθρώπινης ψυχολογίας.