«Sexatosis»

Η «Λούλα», το εμβληματικό έργο στην πορεία του πολυγραφότατου Βαγγέλη Ραπτόπουλου που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1997, είναι απολύτως εθιστική: όπως ακριβώς μου συνέβη και με την «Πιο κρυφή πληγή» (εκδ. Ίκαρος), δεν μπόρεσα να αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου πριν φτάσω στην τελευταία σελίδα, διαβάζοντας με αγωνιώδες ενδιαφέρον αλλά και με ένα είδος ψυχικής ταραχής, λες και τα πρόσωπα και τα γεγονότα ήταν αληθινά και με αφορούσαν άμεσα.

Και βέβαια, δεν είμαι η μοναδική που επηρεάστηκα τόσο από το βιβλίο: η «Λούλα» προκάλεσε στο ντεμπούτο της αίσθηση, απορίες, ίσως και ένα είδος σοκ, όχι μόνο για την τολμηρότητα της γραφής και του θέματος, αλλά και γιατί δεν μπορεί να κατατάξει κάποιος το κείμενο σε συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος. Όπως σημειώνει ο Μένης Κουμανταρέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, είναι ταυτόχρονα «αφήγημα ρεαλιστικό, σχεδόν πορνογράφημα στην αρχή, λογοτεχνία τρόμου και θρίλερ στο μέσον, ψυχωσικό παραλήρημα ή βιντεοκλίπ στο τέλος». Στη νέα της έκδοση σήμερα –στο εξαιρετικό εξώφυλλο, ο πίνακας του Malcolm T. Liepke «Raising Her Skirt»–, περιλαμβάνεται κι ένα υστερόγραφο του συγγραφέα που φωτίζει ορισμένες πλευρές της ηρωίδας και της πλοκής.

Ας δούμε, όμως, τι μπορούμε να πούμε για την πλοκή στο πλαίσιο μιας παρουσίασης: συναντάμε τη Λούλα το καλοκαίρι του 1996, λίγο πριν από τη μυστηριώδη εξαφάνισή της, όπως έχουμε πληροφορηθεί από το απόκομμα μιας εφημερίδας στην αρχή τού βιβλίου, όπου οι γονείς της και η συγκάτοικός της ζητούν πληροφορίες από όποιον γνωρίζει κάτι για την τύχη της. Είναι μια νεαρή φοιτήτρια της Φιλοσοφικής στην Αθήνα, προερχόμενη από μια επαρχιακή πόλη, η οποία συγκατοικεί στα Εξάρχεια με μια φοιτήτρια της Νομικής, την Εύη. Οι δύο κοπέλες είναι εντελώς διαφορετικές, όχι μόνο εμφανισιακά αλλά και ως χαρακτήρες: η Λούλα είναι πολύ όμορφη αλλά δειλή και άβουλη και, παρά την ομορφιά της, οι σχέσεις της με τους άντρες είναι μια διαρκής αποτυχία, διότι συνήθως την κακομεταχειρίζονται, την απατούν και στο τέλος την εγκαταλείπουν, αφήνοντάς την στην απελπισία. Αντίθετα, η Εύη, που μειονεκτεί κατά πολύ στην εμφάνιση σε σχέση με τη Λούλα, έχοντας αυτοπεποίθηση που προκύπτει από το γεγονός ότι είναι σεξουαλικά έμπειρη και ξέρει όλα τα αντρικά «κουμπιά» στο σεξ, έχει πολλούς εραστές, που την πολιορκούν ακόμα και όταν τους βαριέται και τους απομακρύνει.

Αλλά υπάρχει μία ακόμα, καθοριστική διαφορά: όσο η Εύη απολαμβάνει το σεξ, τόσο η Λούλα στερείται τη χαρά του, γιατί αδυνατεί να έχει οργασμό. Όλες της οι ελπίδες έχουν πλέον κρεμαστεί στον πρόσφατο δεσμό της, έναν νεαρό που, παρά την άσχημη συμπεριφορά του, η Λούλα θεωρεί ότι μπορεί επιτέλους να την οδηγήσει στην κορύφωση της ηδονής. Και σε αυτό ακριβώς το χρονικό σημείο, λίγο πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές, τα πάντα θα ανατραπούν στον κόσμο της ηρωίδας: ένα δυσάρεστο νέο, μια απρόσμενη δική της αντίδραση, ένα χτύπημα στο θυροτηλέφωνο του διαμερίσματός της, και οι ώρες θα αρχίσουν να μετρούν αντίστροφα, οδηγώντας στην εξαφάνισή της.

Τα όσα διαδραματίζονται στη συνέχεια οδηγούν την πλοκή από τον ρεαλισμό στο μεταφυσικό και από τις ερωτικές περιπέτειες μιας φοιτήτριας στο χώρο του ψυχολογικού θρίλερ, και εξελίσσονται με τόσο γρήγορο και απροσδόκητο τρόπο ώστε ο αναγνώστης αισθάνεται ότι τον έχει ρουφήξει μια δίνη, οδηγώντας τον στο βάθος της: εκεί, ζαλισμένος και ξέπνοος, θα μάθει την αλήθεια για την τύχη της ηρωίδας και πολλά άλλα ακόμα για το σκοτεινό πηγάδι της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, εκεί όπου κατοικεί ο πυρήνας της προσωπικότητάς μας και μας καθορίζει, κι ας τον αγνοούμε. Στο ταξίδι του αναγνώστη στα τοιχώματα αυτής δίνης που οδηγεί προς τα μέσα και προς τα κάτω, ο συγγραφέας θα χρησιμοποιήσει με αριστοτεχνικό τρόπο σύμβολα, λαϊκές παραδόσεις, γνωστούς συγγραφείς της λογοτεχνίας του τρόμου όπως ο Λάβκραφτ και ψυχαναλυτικές θεωρίες, για να δημιουργήσει έναν εφιαλτικό κόσμο με έντονες εικόνες που προκαλούν αυτή την ψυχική ταραχή για την οποία μίλησα στην αρχή.

Στο υστερόγραφό του ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος απαντά σε ερωτήσεις και σχόλια αναγνωστών για τον χαρακτήρα της Λούλας και την τύχη της, καθώς και στα παράπονα κάποιων για την ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλει την ηρωίδα του. Σε ό,τι με αφορά, η Λούλα και οι περιπέτειές της μου θύμισαν αρκετά τη «Ζυστίν» του Σαντ, με τη διαφορά ότι η Ζυστίν ήταν μία «αγία» ανάμεσα σε διεστραμμένους, ενώ η Λούλα είναι μια αφελής «Χιονάτη» που περιμένει τον πρίγκιπα να την οδηγήσει στην ηδονή. Και γι’ αυτό καθόλου δεν μου ήταν συμπαθής, σε αντίθεση με τη ρεαλίστρια Εύη, με την οποία εξαρχής ταυτίστηκα ως ένα θετικότερο γυναικείο πρότυπο, παρά τα ελαττώματά της. Κι αυτή ακριβώς η ταύτιση ή η απόρριψη των ηρώων από τον αναγνώστη δείχνει πόσο δυνατή είναι η γραφή του Βαγγέλη Ραπτόπουλου και πόσο πειστικά αποδίδει τις ακραίες καταστάσεις που περιγράφονται στις σελίδες του βιβλίου.

Κλείνοντας, θα έλεγα ότι η Λούλα δεν είναι ένα βιβλίο για το σεξ. Το σεξ είναι το υλικό που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ή, πιο σωστά, την εμμονή με το σεξ σε βαθμό ψύχωσης, απ’ όπου προέρχεται και ο τίτλος της παρούσας κριτικής. Αλλά ο τρόπος που λειτουργεί στο βιβλίο το σεξ δεν είναι πορνογραφικός: παίζει το ρόλο ενός ψυχότροπου ναρκωτικού, που διευρύνει τη συνειδητότητα και ανοίγει τις πύλες του μυαλού σε άλλες πραγματικότητες, ενώ ταυτόχρονα σκάβει επίμονα και συστηματικά, επίπεδο κάτω από το επίπεδο, στο ανθρώπινο ασυνείδητο μέχρι τα βάθη του.