Η ζωή μετά τη ζωή

Το πρώτο μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα George Saunders (ο οποίος ήδη είχε αποσπάσει διακρίσεις και είχε κερδίσει ένα δικό του κοινό με τα παράξενα διηγήματά του), είναι ένα πολύ ιδιαίτερο αφηγηματικό έργο, με αφορμή της πλοκής τον θάνατο από τυφοειδή πυρετό του 11χρονου γιου του Αβραάμ Λίνκολν το 1862, ενώ μαίνεται ο Αμερικανικός Εμφύλιος. Η πειραματική του γραφή, το πρωτότυπο θέμα του και κυρίως ο ευφυής αλλά και φορτισμένος συναισθηματικά τρόπος με τον οποίο αποδίδει την κοινότητα των νεκρών -εκείνων που επέλεξαν ένα είδος ζωής επί της γης μετά το θάνατό τους, παραμένοντας στο νεκροταφείο όπου έχουν ταφεί-, ήταν τα στοιχεία εκείνα που του έδωσαν το βραβείο Man Booker για τη φετινή χρονιά.

Συντετριμμένος ο Λίνκολν από την απώλεια του γιου του πηγαίνει να επισκεφθεί το ταφικό του μνημείο, αλλά δεν γνωρίζει ότι το αγαπημένο του παιδί βρίσκεται δίπλα του, σε μια μορφή ας πούμε στοιχειώματος, και επίσης και πολλοί άλλοι νεκροί και θαμμένοι, που όμως παραμένουν συνειδητά στη γη, αρνούμενοι να χάσουν τον εαυτό τους και τις αναμνήσεις τους ώστε να «αναπαυθούν». Η αφήγηση είναι πολυφωνική: οι νεκροί, μάρτυρες στο θρήνο του πατέρα, ανακαλούν τις δικές τους ζωές και κυρίως μιλούν για τους ανθρώπους που αγαπούσαν και συνεχίζουν να αγαπούν.

Το χρονικό πλαίσιο της αφήγησης είναι ο Αμερικανικός Εμφύλιος, όπως μεταφέρεται μέσα στο κείμενο από ψευδοϊστορικά ντοκουμέντα και μαρτυρίες: χιλιάδες νέοι χάνουν τη ζωή τους, νέοι των οποίων «πατέρας» κατά μία έννοια είναι επίσης ο Λίνκολν ως πρόεδρος του έθνους, και η ευθύνη για το θάνατό τους τον βαραίνει. Ο πόνος για το δικό του παιδί είναι μεγάλος, όμως και όλοι αυτοί οι στρατιώτες ήταν επίσης τα παιδιά κάποιων άλλων γονιών που θρηνούν την απώλειά τους, και αυτό είναι ένα βασικό στοιχείο της εσωτερικής δομής του μυθιστορήματος.

Η γλώσσα και ο τρόπος αφήγησης της ιστορίας είναι εντελώς πρωτότυπος, θα έλεγα πειραματικός, γεγονός που ίσως ξενίσει στην αρχή τον αναγνώστη, αλλά αυτό διαρκεί μόνο μέχρι να εξοικειωθεί με τους κώδικες αυτής της «νέας αφήγησης». Ο συγγραφέας δημιουργεί καινούργιες λέξεις και καινούργια σύνταξη ενίοτε, κατά τη γνώμη μου με σκοπό να αποδώσει (επιτυχώς νομίζω), το πώς θα μιλούσαν οι νεκροί προσπαθώντας να θυμηθούν πώς μιλούσαν ως ζωντανοί: είναι η γλώσσα της δικής τους ενδιάμεσης κατάστασης, όπου αγωνίζονται να διατηρήσουν τη μνήμη τους και τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους.

Αλλά εκείνο που πραγματικά εντυπωσιάζει και κερδίζει συναισθηματικά τον αναγνώστη, και εκτιμώ ότι δικαιώνει απόλυτα τη βράβευση του συγγραφέα, είναι αυτή η λυρική σκληρότητα με την οποία οι νεκροί αφηγούνται τα θραύσματα εικόνων και αναμνήσεων από τη ζωή τους: είναι αδύνατον να σε αφήσει ασυγκίνητο ενώ σε επηρεάζει έντονα ψυχολογικά, και εδώ βρίσκεται η συγγραφική δεινότητα του Saunders. Ο δε «πόλεμος για τις ψυχές», όπου οντότητες από μια άλλη διάσταση υλοποιούνται στο νεκροταφείο, παίρνοντας τη μορφή των αγαπημένων προσώπων των νεκρών, προκειμένου να τους πείσουν να «προχωρήσουν» (Στην ανυπαρξία; Σε μια άλλη κατάσταση ύπαρξης;), είναι πράγματι αριστουργηματικός ως σύλληψη και εκτέλεση. Προσωπικά, λίγα σύγχρονα βιβλία έχω διαβάσει που μπόλιασαν μέσα μου εικόνες τόσο έντονες και τόσο φορτισμένες, ώστε να αποτελούν πλέον κομμάτι των όσων έχω κρατήσει ως αναγνώστρια από τα λογοτεχνικά βιβλία που έχω διαβάσει.