Πιστεύω πολύ στους οιωνούς και στα «σημάδια», τα θεωρώ οδοδείκτες στο μονοπάτι της ζωής μας: Θες να τα λάβεις υπ’ όψιν σου έχει καλώς. Δεν θες, κακό του κεφαλιού σου. Κι αν τα σημαδιακά γεγονότα είναι οι οδοδείκτες, τα μοτίβα που επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά στη ζωή μας είναι το «blueprint», το σχέδιο της ύπαρξής μας –της ατομικής μας ύπαρξης–, ενώ οι μύθοι και τα σύμβολα είναι τα blueprints της ανθρωπότητας, της συνύπαρξής μας όχι μόνο με τους σύγχρονούς μας, αλλά και με όσους προϋπήρξαν και όσους θα ακολουθήσουν μετά από εμάς.

Το πώς συνδέονται τα παραπάνω με το νέο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα, θα το καταλάβετε διαβάζοντας το βιβλίο – αν και ο τίτλος, «Λίλιθ», ήδη δίνει την αρχή του νήματος: η πρώτη γυναίκα, η αληθινή Πρωτόπλαστη, το αρχέτυπο του κακέκτυπου που ακολούθησε, εκείνο της Εύας. Η Λίλιθ που απαρνήθηκε τον Αδάμ, τον Παράδεισο και τον Θεό, περιπλανήθηκε αυτοεξόριστη στην έρημο με τους δαίμονες – ώσπου έγινε δαίμονας θηλυκός που πνίγει τα παιδιά των απογόνων της Εύας στην κούνια τους. (Αυτά τουλάχιστον λένε για εκείνη τα «ιερά βιβλία», αλλά όλοι ξέρουμε πώς και γιατί γράφτηκαν.) Γεγονός είναι ότι η Λίλιθ ήταν η αρχική γυναίκα, «η μόνη και μόνη», όπως διαβάζουμε στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, αφού από εκείνη πήρε το όνομά της η ηρωίδα της Ελένης Γκίκα (από «φεμινιστική παραξενιά της μάνας της»): αρχαιολόγος και συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων, περνά τη ζωή της στο ασφαλές κουκούλι του παρελθόντος, του τετελεσμένου, αυτού που δεν μπορεί να επηρεάσει με τις επιλογές της, τις σκέψεις της, και κυρίως με τα γραπτά της. Γιατί η Λίλιθ, από παιδί βυθισμένη στα βιβλία, στοιχειώνεται από το φόβο πως ό,τι γράφει, συμβαίνει – όποιος πεθαίνει στις σελίδες της, πεθαίνει και στην πραγματική ζωή και με συνθήκες παρόμοιες, σαν να είναι τα γραπτά της ένας μαύρος οιωνός, μια κακοσημαδιά που προλέγει το τέλος. Μεγαλώνοντας βρίσκει καταφύγιο στο παρελθόν και σε αυτό αφιερώνει τη ζωή της και την ενέργειά της – οι νεκροί δεν κινδυνεύουν από το θάνατο. Αρνείται επίσης να αγαπήσει ξανά, αφού οι αγαπημένοι της βρίσκονται πρώτοι πρώτοι στη λίστα της μοίρας. Και νομίζει ότι ζώντας έτσι, ξορκίζει το κακό…

Αλλά αυτό που αρνούμαστε, συνήθως βρίσκει τον τρόπο να τρυπώσει στην καρδιά και στο μυαλό μας με δούρειους ίππους που φτιάχνουν πολυμήχανοι Οδυσσείς. Οδυσσέας στην περίπτωση της Λίλιθ είναι ο εκδότης της που επιμένει ότι πρέπει να γράψει επιτέλους ένα ερωτικό μυθιστόρημα. Και δούρειος ίππος, σαράντα έξι ερωτικές επιστολές που θα ανακαλύψει «τυχαία», σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο: μια νεαρή κοπέλα που σταδιακά μεγαλώνει επιστολή την επιστολή, και ένας μεγαλύτερος σε ηλικία άντρας, αλληλογραφούν ανώνυμα για χρόνια. Η Λίλιθ βρίσκει στο παρελθόν ένα γρίφο: και πλέον η επίλυσή του, η αποκάλυψη της ταυτότητάς τους και της εξέλιξής της σχέσης τους (Έμειναν μαζί; Χώρισαν δραματικά; Ξέχασαν απλά ο ένας τον άλλο;) της γίνεται εμμονή. Κι αυτή η ερωτική ιστορία που ξέθαψε από τη σκόνη του παρελθόντος σαν αρχαιολογικό εύρημα, σαν ένα σπασμένο άγαλμα, θα την αναγκάσει να σκάψει μέσα της: στην ψυχή της, στις αναμνήσεις της, σε όσα έζησε και όσα απώθησε, και μέσα στα βιβλία που αγάπησε, που παίζουν κι αυτά πρωταγωνιστικό ρόλο στο μυθιστόρημα. Γιατί τα βιβλία που αγαπήσαμε, τα αγαπήσαμε για κάποιο λόγο – κι εκεί είναι ο κόμπος. Αυτούς τους δύο κόμπους εντός της και εκτός της – τις επιστολές και το ερωτικό δράμα που περισσότερο κρύβουν παρά αποκαλύπτουν–, επιχειρεί από γράμμα σε γράμμα και από σελίδα σε σελίδα να λύσει η Λίλιθ. Οιωνοί και συναντήσεις τής δίνουν κλειδιά για να ανοίξει μία μία τις κλειδαριές του μυστηρίου και την οδηγούν και στις δύο παράλληλες πορείες της, στην κατάδυση μέσα της και στην εξιχνίαση της ταυτότητας των ανώνυμων ερωτευμένων…

Πράγματι, η «Λίλιθ» είναι ένα ερωτικό, βιβλιοφιλικό, υπαρξιακό θρίλερ, όπως ακριβώς χαρακτηρίζεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, που όμως βασίζεται σε αλληλογραφία αληθινή: γεγονός που πυκνώνει το μυστήριο της πλοκής, αλλά και τη γειώνει. Αυτή η αλληλογραφία είναι η πρώτη ύλη του μαγικού γκόλεμ το οποίο για μια ακόμη φορά δημιουργεί η Ελένη Γκίκα με την πένα της – που λες και τρέχει πάνω στις σελίδες! (Το βιβλίο είναι τόσο καλοδουλεμένο ώστε μοιάζει σαν οι 600 και πλέον σελίδες να γράφτηκαν σχεδόν με αυτόματη γραφή και μάλιστα εξ αρχής στην τελική τους μορφή.) Η συγγραφέας, ή μάλλον οι δύο συγγραφείς, μία μέσα και μία έξω από το βιβλίο, πλάθουν αυτό το γκόλεμ και του δίνουν ζωή με τις λέξεις, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά πως η καλή λογοτεχνία συγγενεύει με την υψηλή τέχνη της μαγείας. Σκάβει η αρχαιολόγος Λίλιθ μέσα της (αποδεικνύοντας ότι σπούδασε αυτό ακριβώς που θα της είναι χρήσιμο – κι ας νόμιζε ότι διάλεξε αυτή την επιστήμη για άλλους λόγους), συνθέτει κομμάτι κομμάτι το σπασμένο άγαλμα ενός έρωτα, και μαζί της και ο αναγνώστης σκάβει μέσα του: βρίσκει όστρακα, σπαράγματα, μέλη θαμμένα και ανασυνθέτει… Τι; Κλείνοντας το βιβλίο, το αποτέλεσμα, το ξαναγεννημένο από το χώμα άγαλμα, θα είναι διαφορετικό και μοναδικό για τον καθένα. Και μάλλον αυτό είναι το μεγαλύτερο μυστήριο του βιβλίου – και της ζωής.