Ένα βιβλίο νεανικής λογοτεχνίας που τολμά να μιλήσει για το θάνατο, και μάλιστα για το θάνατο μιας έφηβης, είναι οπωσδήποτε ένα επίτευγμα. Θέμα-ταμπού για τους περισσότερους συγγραφείς του είδους -σε μια εποχή που προτιμά να προσπερνά το θάνατο και να βιάζεται να ξεμπερδέψει με τους νεκρούς της-, γίνεται εδώ κεντρικό θέμα της ιστορίας, καταλύτης μιας ευφυέστατης πλοκής που καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο, έστω κι αν το τέλος είναι γνωστό ήδη από τον τίτλο.

Η Τέσσα είναι 16 χρονώ και πάσχει από λευχαιμία. Γνωρίζοντας πως το τέλος πλησιάζει, καταρτίζει έναν κατάλογο με τις επιθυμίες που θέλει να πραγματοποιήσει πριν πεθάνει: να γνωρίσει τον έρωτα, να πάρει ναρκωτικά, να περάσει μια μέρα λέγοντας σε όλα ναι, να αγοράσει ένα βελούδινο φόρεμα, να οδηγήσει, να φτάσει στα άκρα, αλλά και να δει τους γονείς της να ξανασμίγουν και το παιδί της καλύτερής της φίλης να γεννιέται.

Η Τέσσα έχει τον κυνισμό του μελλοθάνατου και την οργή του εφήβου. Εκρηκτικός συνδυασμός. Είναι εξοικειωμένη με τις σύριγγες, τις μεταγγίσεις, τους γιατρούς, τις νοσοκόμες, τις μεταμοσχεύσεις, τους πόνους, τα φάρμακα, τις χημειοθεραπείες, τα μαλλιά που πέφτουν, το σώμα που φθίνει. Είναι αμείλικτη με τον πατέρα της (εκείνος τη φροντίζει μια και η μητέρα της έχει φύγει για κάποιον έρωτα που δεν ευοδώθηκε), την κολλητή της, τους γιατρούς, τις νοσοκόμες και όλους όσοι την περιστοιχίζουν. Η φίλη και ο μικρός αδερφός της Τέσσα είναι οι μόνοι που δεν της φέρονται σαν ετοιμοθάνατη. Ώσπου εμφανίζεται και ένα αγόρι που θα την ερωτευτεί. Καθόλου μελό, καθόλου εξωπραγματικό. Αληθινό και σπαρακτικό.

Ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας καταφέρνει να αποδώσει το θέμα χωρίς ίχνος μελοδραματισμού -αν και η συγκίνηση και τα δάκρυα του αναγνώστη είναι αναπόφευκτα-, είναι αξιοθαύμαστος. Είναι ο κυνισμός και το μαύρο χιούμορ της ηρωίδας τα αντίδοτα, αλλά είναι και κάτι ακόμη πιο σπουδαίο: ότι η συγγραφέας δε χαρίζεται στην ετοιμοθάνατη ηρωίδα της. Μας τη δείχνει επιθετική, άδικη, εγωίστρια (ο εγωισμός του αρρώστου) και όχι μόνο θύμα της άδικης μοίρας της. Οπότε ο αναγνώστης ανασαίνει λίγο αγανακτώντας εναντίον της Τέσσας. Η τελική αγανάκτησή του βέβαια κατευθύνεται απέναντι στο πουθενά. Απέναντι στο άδικο της θανατηφόρου ασθένειας ενός νέου ανθρώπου δεν μπορείς να αντιτάξεις τίποτα. Ρίχνεις μαχαιριές στο σκοτάδι.

Η Τέσσα, όμως, κατά παράδοξο τρόπο, αποδεικνύεται πιο δυνατή από εμάς. Μας σαρκάζει και μας ζηλεύει, μας προκαλεί και μας ταπεινώνει, αλλά ποτέ δεν ταπεινώνεται απέναντί μας. Ούτε μας δημιουργεί ενοχές. Μας οδηγεί, με τον πιο θαυμαστό τρόπο, στη γνωριμία με το θάνατο. Όσο αυτό είναι δυνατό. Οι στιγμές του θανάτου είναι συγκλονιστικές. Κανείς, βέβαια, δεν έχει την εμπειρία της ύστατης ώρας, αλλά η συγγραφέας τολμά μια ανασύνθεση που, τουλάχιστον από λογοτεχνική άποψη, είναι πέρα για πέρα πειστική.

Στην ερώτηση γιατί να μαυρίσουμε την ψυχή ενός έφηβου με ένα τέτοιο βιβλίο, η απάντηση έρχεται από το ίδιο το βιβλίο. Μάλλον οι έφηβοι ξέρουν να χειρίζονται αυτά τα θέματα καλύτερα από όσο φανταζόμαστε. Άλλωστε είναι κοινός τόπος: μιλώντας για το θάνατο, μιλάς για τη ζωή.

Αβίαστα ρέει η μετάφραση από την έμπειρη στην παιδική λογοτεχνία (και μάλιστα σε θέματα χειρισμού του θανάτου στην παιδική και νεανική λογοτεχνία) καθηγήτρια Χαρά Γιαννακοπούλου.

H Βρετανίδα Tζένη Ντάουναμ (γεννημένη το 1964) είναι πρώην ηθοποιός. Αυτό είναι το πρώτο της βιβλίο, για το οποίο απέσπασε πολύ θετικές κριτικές και υποψηφιότητες για πλήθος διακρίσεις όπως την υποψηφιότητα για το Βραβείο Λογοτεχνίας της εφημερίδας Guardian (2007) και τον τίτλο του Νεανικού Βιβλίου της Χρονιάς (2008).