Η ομορφιά και ο τρόμος τού να είσαι ζωντανός

Πραγματικά δεν ξέρω πώς να εντάξω στα πλαίσια μιας βιβλιοκριτικής αυτό το συναισθηματικό έπος των σχεδόν 900 σελίδων, της Αμερικανίδας (με καταγωγή από τη Χαβάη) συγγραφέως Hanya Yanagihara: ένα μυθιστόρημα με διακρίσεις και βραβεύσεις (ήταν και στη βραχεία λίστα για το βραβείο Booker), εκστατικές κριτικές και μεγάλη επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό όπου έγινε σχεδόν αμέσως “a must-read” από στόμα σε στόμα και φυσικά στα social media, μέσω των οποίων εξελίχθηκε σε παγκόσμιο εκδοτικό φαινόμενο.

Θα πρέπει οπωσδήποτε να πω πρώτα απ’ όλα ότι πρόκειται για ένα βιβλίο ψυχολογικά σκοτεινό, τόσο ως θεματολογία όσο και ως ατμόσφαιρα, με ορισμένες εκτυφλωτικές «λιακάδες» που σχίζουν για λίγο τον μολυβένιο ουρανό του: στον πυρήνα του είναι το βαρύ θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης στην παιδική ηλικία και θέτει το ερώτημα αν είναι δυνατόν η αγάπη (σε όλες της τις μορφές) να γιατρέψει αυτό το βαθύ τραύμα. Δύο ακόμα βασικά θέματα του βιβλίου είναι η δύναμη και η αντοχή της νεανικής φιλίας στη διάρκεια της ζωής –η οποία συμβαίνει και εξελίσσεται με τους δικούς της νόμους–, αλλά και κατά πόσο μια ενήλικη ζωή είναι πλήρης και ολοκληρωμένη για όσους συνεχίζουν να τη ζουν ως μετέφηβοι: μάλλον νομαδικά, με επίκεντρο τη δουλειά τους, με τους φίλους να είναι οι πιο σημαντικές ανθρώπινες σχέσεις τους και χωρίς να κάνουν παιδιά – μια τάση ολοένα αυξανόμενη στους τριαντάρηδες και σαραντάρηδες στις δυτικές κοινωνίες.

Αφού έχουν ειπωθεί αυτά κι έχουμε μια πρώτη προσέγγιση της «λίγης ζωής» όπως τη θέτει η συγγραφέας, μπορούμε να γνωρίσουμε τους ήρωές της. Τέσσερις φίλοι και συμφοιτητές μετακομίζουν, μετά την αποφοίτησή τους, στη Νέα Υόρκη για να κυνηγήσουν τα όνειρό τους: Ο ευγενής, ωραίος Γουίλεμ, επίδοξος ηθοποιός, ο Τζέι Μπι, ζωγράφος από το Μπρούκλιν που προσπαθεί να κατακτήσει τον καλλιτεχνικό κόσμο, ο Μάλκολμ, αρχιτέκτονας σε μια σημαντική εταιρεία και ο Τζουντ, δικηγόρος, ιδιοφυής και βασανισμένος ψυχολογικά και σωματικά. Τι του συνέβη στο τρομακτικό παρελθόν του, ως παιδί και έφηβος, αποκαλύπτεται σταδιακά στην εξέλιξη της πλοκής καθώς τοποθετείται από τη συγγραφέα στο ρόλο του κεντρικού προσώπου της αφήγησης. Θα τους ακολουθήσουμε στις σελίδες του βιβλίου από τη δεκαετία των είκοσι χρόνων τους (κάπου στα ’90s, δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο) ώς τα πενήντα τους περίπου χρόνια, ζώντας από πολύ κοντά –σχεδόν εκ των έσω, σαν να ανήκουμε στον στενό τους κύκλο– τις νίκες και τις ήττες τους, την καθημερινότητά τους, τις σχέσεις μεταξύ τους που μεταλλάσσονται σε πιο απόμακρες ή πιο στενές (ακόμα και σε ερωτική σχέση), τις σχέσεις τους με τους ανθρώπους που περνούν ή μένουν στη ζωή τους (και μιλάμε για ένα πλήθος εξαιρετικά πειστικών ανθρώπινων πορτρέτων, από τα μεγάλα ατού του βιβλίου).

Εντύπωση προκαλεί ότι όλα τα σημαντικά πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα αυτών των δεκαετιών, όπως η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους ή οικονομική κρίση, απουσιάζουν από την αφήγηση, λείπει δηλαδή το ιστορικό πλαίσιο. Κατά τη γνώμη μου, σκοπίμως: η Yanagihara δεν θέλησε να δημιουργήσει μια τοιχογραφία, αλλά ένα ψυχογράφημα, να θέσει στο μικροσκόπιο και να κάνει ορατή την προσωπική ζωή των συγκεκριμένων ηρώων και κυρίως την ψυχή τους. Και χρησιμοποιεί ως εργαλείο το συναίσθημα, σε απίστευτη ένταση και υπερβολή, από το πιο υψηλό και φωτεινό έως το πιο ποταπό και αβυσσώδες. Η αγάπη και ο πόνος, σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς, μορφές και αποχρώσεις, είναι τα μοναδικά χρώματα στη συγγραφική παλέτα της. Το αποτέλεσμα; Ένα εξοντωτικό στην ψυχολογική του ένταση ανθρώπινο δράμα, υπερβολικό στην έκφρασή του όπως η όπερα, που σε κάνει να κλαις απαρηγόρητα λες και τα ζεις όλα μαζί με τους ήρωες.

Έχω αρκετές ενστάσεις στον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας χειρίζεται συγγραφικά την εξέλιξη της ιστορίας, εκτιμώ ας πούμε ότι προσπαθώντας να αντισταθμίσει τη σκοτεινιά του βιβλίου, χρησιμοποιεί μεγάλα σε έκταση και εξαντλητικά σε λεπτομέρεια «παραγεμίσματα» θετικών και ευχάριστων εικόνων της καθημερινής ζωής των ηρώων (γεύματα, πάρτι, μαγειρικές, ταξίδια, τοπία). Αλλά πραγματικά τις θεωρώ δευτερεύουσες, διότι δημιούργησε και παρέδωσε στη λογοτεχνία έναν τραγικό ήρωα στο επίπεδο των κλασικών μυθιστορημάτων: τον Τζουντ – για μένα όλο το βιβλίο είναι αυτή η βασανισμένη ψυχή, αυτός σπασμένος ψυχικά και σωματικά άνθρωπος… Μια χαμένη υπόθεση είναι ο Τζουντ και δεν είναι τυχαίο ότι πήρε το όνομά του από τον Ιούδα τον Θαδδαίο, τον άγιο των χαμένων υποθέσεων στον οποίο προσεύχονται οι απελπισμένοι… Τα όσα έχει υποστεί στην παιδική του ηλικία, όσα έχει αναγκαστεί να κάνει για να επιβιώσει ως ένα παιδί έρημο στον κόσμο και αναγάπητο, αλλά και οι συνέπειές τους όταν πια ενήλικος βρίσκει την αγάπη, δεν ξέρω πραγματικά πώς μπορεί να τα συνέλαβε και να τα απέδωσε με αυτόν τον τρόπο που σε διαλύει συναισθηματικά η Yanagihara – για την ακρίβεια, δεν θέλω καν να το σκεφθώ. Θα πω όμως ότι το κεφάλαιο «Το αξίωμα της ισότητας» είναι μια αριστουργηματική λογοτεχνικά κατάβαση στην Κόλαση.

Δύο λόγια μόνο για το γεγονός ότι η βασική ιστορία αγάπης είναι μεταξύ δύο ανδρών: σε ό,τι με αφορά μια ερωτική ιστορία είναι μια ερωτική ιστορία και δεν υπάρχει τίποτα άλλο να ειπωθεί σχετικά, να εξηγηθεί ή να αναλυθεί περαιτέρω.

Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στη Μαρία Ξυλούρη για τη μετάφραση και η προτροπή μου είναι να διαβάσετε τη «Λίγη ζωή» κι ας είναι δύσκολο βιβλίο. Έχει μια αναλογία με το θείο δράμα, με τις αρχαίες τραγωδίες, με τις τραγωδίες του Σαίξπηρ: βγαίνεις μέσα από τα σκοτεινά του βάθη εξαγνισμένος – καλύτερος άνθρωπος.