Ο Λάννυ είναι ένα μικρό αγόρι, λίγο διαφορετικό από τα άλλα. Αιθέριος και απαλός, σαν ένα αερικό, βρίσκεται σε αρμονική σύνδεση με τη φύση και οι αναζητήσεις του ξεπερνούν τα απλά “Γιατί;” των συνομηλίκων του. Ζει σε ένα χωριό σε μικρή απόσταση από το Λονδίνο με τους γονείς του: τον πατέρα του που πηγαινοέρχεται καθημερινά στη δουλειά του στην πρωτεύουσα και τη μητέρα του, μια πρώην ηθοποιό που έχει γίνει πλέον συγγραφέα λογοτεχνίας τρόμου. Ο χρόνος του μοιράζεται ανάμεσα στις περιπλανήσεις του στο χωριό και στη φύση που το περιβάλλει, στο σχολείο και στα μαθήματα ζωγραφικής που κανόνισε η μητέρα του με έναν ηλικιωμένο και ιδιόρρυθμο ζωγράφο που ζει στο ίδιο χωριό, τον Πιτ. Και η ζωή κυλά απλά και έχει τον δικό της ρυθμό. Και αυτόν τον ρυθμό αφουγκράζεται ο Μακαρίτης γερο-Άκανθος, ένα αρχαίο πνεύμα των θρύλων του τόπου, με ρίζες βαθιές στο χωριό. Αφουγκράζεται, παρατηρεί και ξεχωρίζει τις φωνές που τον ενδιαφέρουν. Καταγράφει όλα όσα λέγονται ψιθυριστά ή δυνατά. Και ξεχωρίζει τον Λάννυ, το μικρό αγόρι που μοιάζει να αφουγκράζεται με τη σειρά του τον τόπο. Όταν όμως ο Λάννυ ξαφνικά εξαφανίζεται από το χωριό, ο ρυθμός της ζωής διακόπτεται, η αναταραχή κυριαρχεί στον τόπο και στα πρόσωπα πρωταγωνιστικά (οι γονείς του, ο Πιτ) και δευτερεύοντα (οι γνωστοί, οι συγχωριανοί) και η αναζήτηση ξεκινά.

Στο δεύτερο μυθιστόρημά του –έπειτα από το πολύ επιτυχημένο “Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά” (Πόλις, 2018)– ο Βρετανός Max Porter δημιουργεί ένα κολάζ λογοτεχνικών ειδών και πειραματίζεται με τη φόρμα: ιστορία μυστηρίου, παραμύθι, παραβολή, παράλληλοι θεατρικοί μονόλογοι, μακροσκελές ποίημα. Είναι όλα τα παραπάνω, αλλά και τίποτα από όλα αυτά· είναι ένα είδος από μόνο του και σε καμία περίπτωση δεν είναι απαραίτητο να το κατατάξουμε κάπου. Η δύναμή του δεν είναι τόσο στην ιστορία που αφηγείται, αλλά στα συναισθήματα που προκαλεί. Στο πρώτο μέρος την εξιστόρηση αναλαμβάνουν οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των γονιών του Λάννυ και του Πιτ, καθώς και η τριτοπρόσωπη του Μακαρίτη γερο-Άκανθου που καταγράφει σπαράγματα διαλόγων από ολόκληρο το χωριό. Μέσα από αυτές τις αφηγήσεις σχηματίζεται μια εικόνα για αυτό το διαφορετικό αγόρι, που μόλις χαθεί, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, θα μετατρέψει την εξιστόρηση σε μια τριτοπρόσωπη καταγραφή γεγονότων, ερωτημάτων και αποριών, θα δώσει έναν ασθματικό ρυθμό στην αφήγηση και θα επιτρέψει στον αναγνώστη να αναγνωρίσει τη συνηθισμένη αντίδραση του κόσμου μπροστά στην εξαφάνιση ενός παιδιού: η έκπληξη και η συμπόνια θα δώσουν τη θέση τους στα ψιθυριστά σχόλια για την ανεπάρκεια των γονιών και στις κατηγορίες προς τον Πιτ, το εύκολο θύμα, τον διαφορετικό της κοινότητας που μπορεί να γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος.

Το “Λάννυ” δεν είναι ένα εύκολο μυθιστόρημα, όχι μόνο επειδή ο συγγραφέας έχει καταργήσει τα όρια ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη ή επειδή παίζει με την τυπογραφία και το σχήμα του κειμένου σε ορισμένα σημεία, αλλά κυρίως επειδή απαιτεί από τον αναγνώστη να αφήσει τον εαυτό του ανοιχτό και ελεύθερο να ακολουθήσει τον εσωτερικό ρυθμό της αφήγησης· να παρασυρθεί από τη ρυθμική επανάληψη ήχων και λέξεων που προσδίδουν έναν λυρικό τόνο· να βρει τα συναισθήματα και τις σκέψεις πίσω από την ελλειπτικότητα του λόγου, στα όσα δεν λέγονται· να ακούσει τον Μακαρίτη γερο-Άκανθο και να αφουγκραστεί τη δύναμη της φύσης, αυτή τη δύναμη που σχεδόν όλοι μας έχουμε ξεχάσει και που ο Λάννυ έχει νωρίς στη ζωή του εντοπίσει.