Πραγματικοί και επινοημένοι τόποι
Τα περισσότερα από τα διηγήματα του Δημοσθένη Κούρτοβικ (Αθήνα, 1948) που συγκεντρώνονται στην παρούσα έκδοση, έχουν πρωτοδημοσιευθεί σε περιοδικά ή εφημερίδες από την άνοιξη του 1993 έως τον Αύγουστο του 2011, με εξαίρεση δύο («Οι ξυλοκόποι» και «Εύθυμος μνεία») που δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά. Υπάρχει, προφανώς, κάποιο κριτήριο για την επιλογή της ένταξης αυτών των διηγημάτων σε μια ενιαία συλλογή. Αυτό που μπορούμε να πούμε, ως αναγνώστες, είναι ότι όλα μοιάζουν να είναι το μεστό αποτέλεσμα μιας πολύχρονης ενασχόλησης με όλα τα είδη του πεζού λόγου (μυθιστόρημα, διήγημα, δοκίμιο, αφορισμοί, λογοτεχνική κριτική κ.λπ.), όπως αναφέρει και ο ίδιος ο συγγραφέας στο ολιγόλογο βιογραφικό του σημείωμα στο «αυτί» του βιβλίου.
Σε κάποια διηγήματα κυριαρχεί το φανταστικό ή το μεταφυσικό στοιχείο («Φυσαλία η καλλιαύχην», «Το άλλο μονοπάτι», «Η φώκια», «Αντιξόρκια», ακόμη και «Οι ξυλοκόποι»). Στα «Απ΄έξω» και «Σημάδια από δαχτυλίδια» κύρια αναφορά είναι ο μετανάστης, ο ξένος. Η Ιστορία ανιχνεύεται στο διήγημα «Τα δικά μου Δεκεμβριανά». Η νοσταλγία και οι αναμνήσεις από την παιδική ηλικία τα καλοκαίρια στην Αίγινα διατρέχουν το «Λαχανόρυζο του Σταυρού» και το «Αναζητώντας τα χαμένα οικόπεδα». Το «Κλασικό αίσθημα» υπαινίσσεται μια ερωτική (;) ιστορία, ενώ η «Εύθυμος μνεία» «κρύβει» μια ιστορία εξαπάτησης. Στο διήγημα «Ο Κρέκας στους Ολυμπιακούς Αγώνες», ο Κούρτοβικ διηγείται με αφηγηματική δεινότητα την ιστορία του τρίτου μεγαλύτερου, πλην ατυχήσαντα, Έλληνα μαραθωνοδρόμου, τον οποίο βαφτίζει Αριστείδη Κατσιπόδη. Κάποια άλλα διηγήματα μοιάζουν κατά κάποιο τρόπο με δοκίμια, στα οποία συγχωνεύονται η εμπειρία και η γνώση άλλων λαών και τόπων («Το στεγνωμένο δέρμα», «Και όμως»). Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και τα «Σύνορα», όπου ο συγγραφέας, έπειτα από μια περιδιάβαση στις χώρες της δυτικής, κυρίως, Ευρώπης, «φθάνει» στο ελληνικό σύνορο της Ειδομένης. «Από την πρώτη επιστροφή μου στην Ελλάδα, που την ακολούθησαν πολλές, τίποτα δεν με συγκινούσε τόσο όσο η μυρωδιά των ευκαλύπτων στην Ειδομένη. Δεν έχω δει πουθενά αλλού στην Ευρώπη ευκάλυπτους. Κατέβαινα από το τρένο, έπινα παγωμένο νερό από τη βρύση και ρουφούσα το άρωμα των ευκαλύπτων. Με πλημμύριζε τότε μια απερίγραπτη χαρά που είχα γυρίσει» (σελ 39). Το διήγημα αυτό αποτελεί, θα προσθέταμε, υπόμνηση για κάθε λογής σύνορα και μετανάστες.
Στα διηγήματα του Δημοσθένη Κούρτοβικ ο αφηγητής είναι συνήθως και ο πρωταγωνιστής. Είτε ο ίδιος ο συγγραφέας είτε κάποιος άλλος, φανταστικός εαυτός του, παίρνει τα ηνία της αφήγησης από την αρχή οδηγώντας μας, ενίοτε με παρεκβάσεις, στην πραγματική ή την επινοημένη «χώρα» του. Η γλώσσα ρέει αβίαστα, οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη, το ενδιαφέρον διατηρείται αμείωτο μέχρι το τέλος.