Αξιοπερίεργα αυτοαναφορική λυρική ποίηση που υπερβαίνει τα εσκαμμένα κι ανακτά απαιτήσεις καθολικότητος. Το εξ ορισμού μετωνυμικό σχήμα της Ποιήσεως, όσο κι αν ταύτη επιχειρεί να κοινωνικοποιηθεί παραμένει πάντα μια ατομική υπόθεση όταν δεν είναι ιδιωτική.

Λυρικά καταιγιστικός λόγος, υπαρξιακός, δομημένος. Η αρχιτεκτονική παιδεία του διπλωματούχου μηχανικού Ε.Μ.Π. Χάρη Μελιτά τον βοηθά να συναρμόζει δομικά στοιχεία με αντισεισμικά αισθητικό τρόπο.

Συνυποδηλούμενη πίστη μετενσάρκωση. Νεοπλατωνική αντίληψη της διαβατικής ψυχής-ρούχο που ξεκουμπώνεται από το πρόσκαιρο σώμα.

Στο ποίημα “Alter Ego” (σελ. 16) συνηχεί ένας Οιδίποδας που δεν θρηνεί τον Λάιο.

Αριστοτεχνική παρήχηση του λάμδα το ποίημα «Λοξίας» (σελ. 17).

Ο Θεός ως καθρέφτης και είδωλο. Το Αόρατο γίνεται δι-αισθητό στο ποίημα «Απειλητικός Καιρός» (σελ. 18).

Η ανάγκη για οριοθεσία, σήματα, σύνορα, τείχη: τραγική κι αναπόφευκτη συνάμα, όπως διαγιγνώσκεται στους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος “Solo” (σελ. 20).

Η Ποίηση ως τελετουργία Ζωής στο ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «Μετράω τη Ζωή μου με Ποιήματα» (σελ. 21).

Θαυμάζω τον ηθελημένο διασκελισμό στον τρίτο στίχο του ποιήματος «Η Μπουγάδα» (σελ. 26):

Ποτέ δεν βγάζω τ’ άπλυτα στη φόρα.

            Τα συγκεντρώνω στα συρτάρια της σιγής

            ή στις βαλίτσες τα φυγής – ανάλογα

            το μέγεθος, την πλέξη και το χρώμα…

Ειρωνική απόπειρα κοινωνικοποίησης στο ποίημα “Lexotanil” (σελ. 27).

Σαν πληγή που δεν την αφήνεις να κλείσει, η γραφή, κακοφορμίζει συνέχεια στο ποίημα «Αθώος» (σελ. 34).

«Το τσίρκο των Αισθήσεων» (σελ. 36), εσωτερικός μονόλογος, παραπέμπει στον πρόλογο της τελευταίας έκδοσης του «Εραστή» από τη Μαργκερίτ Ντυράς.

Τις Καβαφικές «επιθυμίες κι αισθήσεις» που εκόμισε εις την Τέχνην θυμίζει «Το Υποβρύχιο» (σελ. 38).

Ενώ «Ο Σκηνοθέτης» καταδεικνύει τη χαλαρή σύνδεση σώματος και ψυχής:

Μου άφησα ένα πρόχειρο σημείωμα

            πως έτυχε απρόβλεπτο ταξίδι

            ξεκούμπωσα το σώμα απ’ την ψυχή

            και σκηνοθέτησα τον επικήδειό μου. (σελ. 39).

Τελικά, η Κόλαση δεν είναι οι άλλοι όπως διέγνωσε ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ στη «Ναυτία» του, αλλά εμείς οι ίδιοι, ο εχθρός είναι μέσα στο σαρκίο μας, ειδικά εάν οι ενοχές, οι επιφυλάξεις και οι προσοχές εμπόδισαν την εκπλήρωση των πόθων μας.

«Το Κελί» (σελ. 41) είναι ξεκλείδωτο, όμως ο φυλακισμένος δεν φαίνεται να είναι έτοιμος να το εγκαταλείψει…

Τα δύο τελευταία καταληκτικά ποιήματα ολοκληρώνουν τη διαδρομή της παρ’ ολίγον αυτοχειρίας ενός αντεστραμμένου Dorian Gray.

Τη Ζωή την Άλλη ζητάει ο ποιητής από τον Χριστό μέσω ενός φονιά που περιμένει να του χαριστεί (σελ. 43).

Ενδιαφέρουσα προσπάθεια καθολικεύσεως του ατομικού που δεν είναι ποτέ προσωπικό.