Ήδη από τον τίτλο του βιβλίου ο αναγνώστης κατανοεί πως αφορά μια θεματολογική επιστροφή. Μια επιστροφή στο χρόνο, στο χώρο και στα γεγονότα που σημάδεψαν ανεπανόρθωτα τον Ελληνισμό, οριοθετώντας μια σημαντική ανατροπή στις σελίδες της νεώτερης ελληνικής ιστορίας. Μια πατρίδα ή μάλλον ένα μέρος της πατρίδας άλλαξε χέρια και η Μαίρη Μαγουλά, όπως δηλώνει στο εισαγωγικό της σημείωμα, θέλησε να καταθέσει στις σελίδες του βιβλίου της το χρονικό ετούτης της βάναυσης αλλαγής.

Καταπιάνεται λοιπόν με την περίοδο 1926 έως και 1964, που αποτελεί μελάνωμα στις ελληνικές συνειδήσεις, όχι μόνο λόγω του ξεριζωμού του 1922 αλλά και εξαιτίας των απελάσεων του ελληνικού στοιχείου που καθόρισαν εν πολλοίς, τις μεταβολές των οικονομικοκοινωνικών δομών στην Πόλη αλλά και στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, αυτό που παρατηρεί αμέσως ο αναγνώστης είναι πως δεν πρόκειται για ένα ακόμη βιβλίο που πραγματεύεται απλά και αόριστα το θεματικό πυρήνα των χαμένων πατρίδων, αλλά αποτελεί ένα οδοιπορικό στο χρόνο και σε όσα γεγονότα έλαβαν χώρα στην Πόλη απ’ τη στιγμή που άρχισε η δίωξη του ελληνικού στοιχείου. Το βιβλίο μπορεί κάλλιστα να υπηρετήσει το ρόλο της έμμεσης ιστορικής πηγής, καθότι κάθε πληροφορία είναι αυστηρά ελεγμένη και τεκμηριωμένη. όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης από τις πρώτες κιόλας σελίδες του. Με μεγάλη χαρά διαπίστωσα την αυτοψία που έκανε η συγγραφέας, την αναζήτηση εφημερίδων της εποχής, τη λεπτομερή προσέγγιση και τον έλεγχο κάθε πληροφορίας που έχει εντάξει στο βιβλίο της. Γι’ αυτό και το βιβλίο της Μαίρης Μαγουλά απέχει παρασάγγας από άλλα τέτοιου τύπου αναγνώσματα που αναφέρονται στις χαμένες πατρίδες, διαθέτοντας μια ιδιαίτερη ιστορική και πραγματολογική βαρύτητα. Πέρα από την ιστορική γνώση που είναι άψογα ζυμωμένη με τον μυθιστορηματικό ιστό, πετυχαίνει να εντάξει στη ροή των ιστοριών της μια πληθώρα πραγματολογικών αναφορών σε ήθη, έθιμα, συνήθειες, επαγγέλματα του τόπου, στερεότυπα, προκαταλήψεις, θρύλους και ιστορίες που αναδύονται μέσα από τη λαϊκή παράδοση της Ελληνικής Ανατολής.

Από τον τρόπο γυαλίσματος των επίπλων έως τα γιατροσόφια για τον πονοκέφαλο και τα μαντζούνια των μαγισσών, από το συγγραφικό σεργιάνισμα στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και την περιγραφή του αυταρχικού δασκαλοκεντρικού εκπαιδευτικού συστήματος ώς την περιήγηση στα κτίσματα με την ονομασία γιαλί και την ολοζώντανη εικονοποίηση των περιοχών γύρω από την Πόλη που έσφυζαν από ζωή αιμοδοτώντας τα όνειρα του Μικρασιάτη Έλληνα, η Μαίρη Μαγουλά καταφέρνει να γράψει όχι απλώς μια ιστορία για εκείνα τα χώματα, αλλά μια ιστορική κατάθεση με τον ευχάριστο τρόπο μιας αφήγησης που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη δίχως να παραγκωνίζει την ακρίβεια που απαιτεί η ανασύσταση μιας ιστορικής ατμόσφαιρας.

Ο ρόλος της λεπτομέρειας είναι κυρίαρχος για την εικονοποίηση και τη ζωντάνια του έργου. Η λεπτομέρεια ωστόσο δεν αποβαίνει σε βάρος της ιστορίας και δεν φορτώνει άσκοπα το μυθιστόρημα. Ακολουθώντας την αρχή του μέτρου, η συγγραφέας έχει ζυγίσει άψογα την πληροφορία με την εξέλιξη της πλοκής, ακολουθώντας την τεχνική του στιγμιότυπου. Μοιάζει να παρακολουθεί με μια κάμερα την καθημερινότητα των ηρώων της και μέσα από αυτές τις εικόνες προκύπτει αβίαστα η αλήθεια και η ροή των ζωών τους. Όσο εναλλάσσονταν οι σελίδες είχα την έντονη αίσθηση πως ακίνητες, ασπρόμαυρες φωτογραφίες, κιτρινισμένες απ’ τον καιρό, αποκτούσαν χρώμα και ζωντάνευαν για να μου παρουσιάσουν μια αλλοτινή εκδοχή ζωής, κάτω απ’ τα σύννεφα της πολιτικής απειλής και της διχόνοιας που μεθοδικά αναπτύχθηκε ανάμεσα σε λαούς που έζησαν κάποτε μονιασμένοι.

Ενδεικτικά στη σελίδα 20 αναφέρει: «Λιτή κι απέριττη η εξωτερική όψη του ναού, που πρωτοχτίστηκε γύρω στα 1690, γνωρίζοντας διαδοχικές εκ βάθρων ανεγέρσεις και ριζικές επισκευές, αλλά με περίτεχνες εικόνες, ψηφιδωτά και πολυελαίους, ο διάκοσμος του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στον Βόσπορο διαλαλούσε το μεγαλείο της χριστιανοσύνης με την υπερβολή της Ανατολής». Αντίστοιχα στη σελίδα 23: «Στα μέσα περίπου των στενών του Βοσπόρου, πνιγμένο από πυκνή δασώδη βλάστηση, μέσα από την οποία ξεπρόβαλλαν αρχοντόσπιτα, με ήρεμη και καθαρή θάλασσα να περιβάλλει τις ακτές του, σαν πανέμορφή κι ονειρεμένη εικόνα, φάνταζε το Μπεμπέκι».

Έτσι, με περιγραφές που παραπέμπουν στη μαγική περιγραφή και ακρίβεια των οδοιπορικών του Πάτρικ Λη Φέρμορ, η Μαίρη Μαγουλά καταφέρνει να μεταφέρει τον αναγνώστη στο χώρο και το χρόνο με χρώμα ελληνικό μπολιασμένο με τον ανατολίτικο αέρα. Βέβαια ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν θα ήταν εφικτό να επιτευχθεί δίχως την κατάλληλη γλωσσική επεξεργασία κι ένα ύφος ταιριασμένο απόλυτα σε ό,τι πραγματεύεται το έργο. Η γλώσσα του βιβλίου είναι σχεδόν παραμυθική. Λιτή, απέριττη, καίρια και απαλλαγμένη απ’ οποιοδήποτε περιττά καλολογικά φτιασίδια. Τα επίθετα εμφανίζονται στην αφήγηση μόνο όταν έχουν λόγο ύπαρξης ενώ το κείμενο είναι γεμάτο διασκελισμούς και υπερβατά που του εξασφαλίζουν μια μουσικότητα κι ένα ρυθμό που καθιστά ευχάριστη την ανάγνωση. Οι προτάσεις είναι μικρές, στακάτες και αφομοιώνονται άμεσα προσφέροντας τη δυνατότητα άμεσης εικονοπλασίας στον αναγνώστη επιτυγχάνοντας τον στόχο κάθε ιστορικού μυθιστορήματος, την ανασύσταση δηλαδή της καθημερινότητας και της ατμόσφαιρας της εποχής.

Η ποικιλία των εκφραστικών μέσων εντυπωσιάζει. Η φυσικότητα του διαλόγου, η απλή αφήγηση στην οποία η συγγραφέας εισχωρεί στις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων της, η παρεμβολή περιγραφών απ’ τη ζωή της καθημερινότητας όπως το ψάρεμα, το προσκύνημα και το άναμμα του καντηλιού, η ετοιμασία φαγητών της τοπικής κουζίνας, η περιγραφή των κτηρίων ή το ράψιμο ενός ρούχου της εποχής, αποτελούν στοιχεία που εμπλουτίζουν το έργο με εικόνες που αποδίδουν το πνεύμα και τις κυρίαρχες ιδέες εκείνου του καιρού. Στη σελίδα 415 είναι η εντυπωσιακή απόδοση μιας ιστορικής αναφοράς μέσα από μια γελοιογραφία που η συγγραφέας αναζήτησε. Γράφει λοιπόν: «Το εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό Kαραγκιόζ, που εκδιδόταν εκείνη την εποχή, βγήκε με μια γελοιογραφία που εμφάνιζε τον Τσόρτσιλ να ξυρίζει τον Χίτλερ κι έναν μικρό φουστανελά να ανοίγει την πόρτα στον Μουσολίνι. Ο Τσόρτσιλ είπε στον μικρό : «Εγώ έχω δουλειά με τον πελάτη. Ανάλαβε εσύ να τον ξυρίσεις».

Πριν αναφερθώ στους ήρωες που πλαισιώνουν το βιβλίο και καθορίζουν την πλοκή και τη δράση, οφείλω να επισημάνω την αυθεντικότητα που εκπηγάζει όχι μόνο από την καλά ελεγμένη ιστορική και πραγματολογική βάση του αλλά και από τα ακούσματα της Μαίρης Μαγουλά, όπως επισημαίνει η ίδια στην εισαγωγή της. Αυτά τα ακούσματα είναι που παίζουν σε κάθε συγγραφέα πρωτεύοντα ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα του έργου του, καθώς οι αισθήσεις, τα αυτιά, τα μάτια και τα ρουθούνια του είναι εκείνα που εισπράττουν πρώτα τα ερεθίσματα που στη συνέχεια μετουσιώνονται σε τέχνη. Η Μαίρη Μαγουλά γεννημένη στο Βόσπορο από Έλληνες γονείς που υπέμειναν τα δεινά έπειτα από τις απελάσεις του 1964, είναι κατά κάποιον τρόπο μια αυτόπτης μάρτυρας των όσων περιγράφει, αφού μεγάλωσε με τις διηγήσεις των δικών της για πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις που ομολογεί πως μετέφερε στο βιβλίο της με τρόπο αγνό και αυθεντικό όπως αυθεντική είναι κάθε γραφή που στηρίζεται πάνω στην αυτοψία και το βίωμα.

Πραγματικά πρόσωπα αναμειγνύονται με πλάσματα της φαντασίας της, καμωμένα ωστόσο κι αυτά από την ύλη μιας ιστορικής αλήθειας που την είχε κυριεύσει ως συναίσθημα και σκέψη αποτελώντας ίσως τις πληγές που κάθε δημιουργός είναι αναγκαίο να κουβαλάει για να τρέφει την τέχνη του. Έτσι, ακόμη και τα πρόσωπα τα γεννημένα από τη φαντασία δεν ξεχωρίζουν από εκείνα που υπήρξαν πράγματι, καθώς είναι καμωμένα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν αυτών που πράγματι υπήρξαν. Αυτό που θα διαβάσετε λοιπόν, δεν είναι απλώς κάποιες καλογραμμένες ιστορίες. Είναι οι ιστορίες ανθρώπων που έζησαν ή θα μπορούσαν να έχουν ζήσει σε εκείνο τον χρόνο και τον τόπο και σε εκείνες τις δύσκολες συγκυρίες αλληλεπιδρώντας με ό,τι ονομάζεται επίσημα Ιστορία και διαμορφώνεται από τις αποφάσεις των δυνατών που εντέλει καθορίζουν και τις ζωές των λαών που διαφεντεύουν. Με ιδιαίτερη μαεστρία η συγγραφέας αποδίδει τη δραματική ένταση που βιώνει ο απλός πολύπαθος άνθρωπος κάτω από την πίεση και την αγωνία ετούτης της αλληλεπίδρασης των λαών με όσα καθορίζουν ή αλλάζουν το πολιτικό προφίλ των πατρίδων τους.

Γιατί κάθε ήρωας, από την Ευρυδίκη που έχει κάνει πέντε εξώγαμα σε μια κοινωνία που δεν σηκώνει παρεκτροπές από τα όρια των στερεοτύπων της, ώς τον Ευάγγελο που ράβει κοστούμια Τούρκων αξιωματούχων έχοντας την αποδοχή των αλλόθρησκων και όχι των Ρωμιών συμπατριωτών του, αποτελεί μια πολιτική φιγούρα, ένα πλάσμα που τοποθετείται με τέτοιο τρόπο στο έργο της Μαγουλά ώστε να προσφέρει αβίαστα ένα επιμύθιο μέσα στο μωσαϊκό χαρακτήρων και των διδαγμάτων που αφειδώς προσφέρει η καθημερινή τριβή με ό,τι σημαίνει ζωή. Για το λόγο αυτό μεγάλη βαρύτητα στο έργο έχει το συναίσθημα όπως παράγεται αυθόρμητα από τις σκέψεις και τις δράσεις των προσώπων και από την απόδοση των ψυχοσυναισθηματικών τους πορτρέτων. Οι άνθρωποι είναι ολοζώντανοι και τα κίνητρα των πράξεών τους αιτιολογημένα στην παραμικρή τους λεπτομέρεια.

Κορυφαία λογοτεχνική μορφή στο βιβλίο ο Σταύρακας ετούτος ο γεμάτος ελαττώματα εμβληματικός ήρωας τον οποίο η συγγραφέας παρουσιάζει με απόλυτη ρεαλιστικότητα σαν να τον ήξερε χρόνια. Αλλά και η Ευρυδίκη, μια γυναίκα που υπομένει την κοινωνική κατακραυγή ζώντας μια ζωή έξω από τη συμβατικότητα και τα προσχήματα, αποτελεί μια τραγική φιγούρα, ιδιαίτερα οικεία στις κλειστές κοινωνίες. Οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας που αποτελούν την πλειάδα ηρώων της Μαγουλά αποτυπώνονται με τόση φυσικότητα ώστε το έργο δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από κλασικά πλέον μυθιστορήματα της γενιάς του ’30 ή κατά τι μεταγενέστερα, κι ας γράφτηκε σε εποχή που έχει χρονικά απομακρυνθεί από τα γεγονότα της εποχής που περιγράφει, ανεβάζοντας τον πήχη της συγγραφικής δυσκολίας του.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου αποτελεί η αντικειμενική στάση της συγγραφέως απέναντι στα γεγονότα που προσεγγίζει. Ο τρόπος που περιγράφει και κρίνει τον Κεμάλ Ατατούρκ και τα έργα του αποδεικνύει την πρόθεσή της να πάρει μια νηφάλια θέση απέναντι σε όσα συνέβησαν εκείνα τα χρόνια. Επίσης, περιβάλλει με ιδιαίτερη συμπάθεια κάποιους Τούρκους ήρωες χωρίζοντας τους ανθρώπους ανάλογα με το ήθος και την ποιότητα του χαρακτήρα τους και όχι ανάλογα με το θρήσκευμα ή την εθνικότητά τους προσφέροντας μια παγκοσμιοποιημένη οπτική ηθικής. Η προσέγγιση του τουρκικού και του ελληνικού στοιχείου και η αναπόφευκτη συνύπαρξη και μείξη των δύο πολιτισμών, όπως αθώα αποτυπώνεται από την επαφή των δυο παιδιών, του Παναγιώτη και της Εντινέ, αποτελεί ακόμη μια απόδειξη της δεδηλωμένης πρόθεσης της συγγραφέως να δημιουργήσει ένα χρονικό και όχι απλώς μια  μυθιστορία για εκείνα τα χρόνια. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που το βιβλίο δεν περιλαμβάνει μια γραμμικής αφήγησης υπόθεση αλλά αποτελεί το αποτέλεσμα της σύνθεσης και της αλληλεπίδρασης πολλών προσώπων και πολλών ιστοριών, που σε αρκετά σημεία του έργου θα μπορούσε ο αναγνώστης να ισχυριστεί ότι έχουν την αυτοτέλεια και τη δυναμική αυθυπόστατων διηγημάτων.

Ο Παναγιώτης Στουπάκης, μαθητής της Μεγάλης του Γένους Σχολής, η υπέρκομψη κυρία Ντενίζ και το μυστικό της, η Ελεονώρα που φέρει μέσα της βαρέως την μητρική απώλεια όπως και ο Ρωμανός, ένα παιδί που ψάχνει απεγνωσμένα την ταυτότητά του, είναι μόνο κάποιοι απ’ τους πολλούς ήρωες που γίνονται αγαπητοί στον αναγνώστη ο οποίος συνοδοιπορεί μαζί τους στα δράματα της καθημερινότητας. Για όλους τους λόγους που αναφέρθηκαν και για αναρίθμητους άλλους, το μυθιστόρημα της Μαίρης Μαγουλά διαθέτει σπάνιες αρετές με κυρίαρχες αυτές της αυθεντικότητας και της συγγραφικής ηθικής, εντιμότητας και συνέπειας και είμαι βέβαιη πως θα αφήσει το στίγμα του στα λογοτεχνικά δρώμενα, όχι μόνο γιατί αφορούν μια πληγή του Ελληνισμού που πάντα θα μας πονάει, αλλά για τη λογοτεχνική του δυναμική, αρτιότητα και αλήθεια.