Σπανίως το πρώτο βιβλίο ενός ποιητή είναι τόσο ώριμο και «φτασμένο» στην ουσία, στον πυρήνα του υπαρξιακού ερωτήματος. Το κάτι και το τίποτα, το μηδέν και το άπειρο, το οριοθετημένο και το άπαν, στη θεματική της Αργυρώς Φραγκή, που γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Συγκαταβατικά ανθρώπινη η θεολογία της, συγκρατημένη η νοσταλγία της για τον «φυσικό άνθρωπο» του Ρουσσώ, η μοναξιά κι η θλίψη του αστικού τοπίου εικονογραφούνται ελλειπτικά με τα μπαλκόνια που κρέμονται πάνω από τους ακάλυπτους και με το πέταγμα των σκουπιδιών στους πάντα βρώμικους και παραμελημένους κάδους, τους απαξιωμένους από τις δημοτικές υπηρεσίες, παρά τις εξαγγελίες των υποψήφιων αρχόντων. Όλες οι μητροπόλεις του ελληνορωμαϊκού Νότου έχουν πάντα αυτό το έλλειμμα ενεργητικότητας, έγνοιας για τον πλησίον. Ίσως γι’ αυτό έδωσε τόση έμφαση ο θεάνθρωπος στην Αλληλεγγύη.

Η Αργυρώ Φραγκή είναι φιλοσοφικώς καταπονημένη από το αδιέξοδο και το παράλογο της ανθρώπινης κατάστασης, τα επερχόμενα γηρατειά, τον αδιάφθορο Χρόνο που προαναγγέλλει τη φθορά της σήψης. Κι ο έρωτας; Ένα διάλειμμα, νικημένος κατά κράτος από το αντίπαλο δέος του θανάτου. Η αγάπη ένα διαρκές ζητούμενο, μηδέποτε ευρεθέν όμως. Ο ποιητής, σα μοναχός με το κομποσκοίνι του, μετράει τις λέξεις μηχανικά, στήνει σειρές και στίχους σκοτώνοντας κατά βάθος την ώρα, αφού όλα έχουν ειπωθεί και τίποτα νέο κατά βάθος δεν περισσεύει να αποκαλυφθεί.

Αυτός ο φιλοσοφικός, μετριασμένος πεσιμισμός, η φιλάνθρωπη ματιά πάνω στα ερέβη, ο εύχαρις σκεπτικισμός του ελλόγου όντος, ειδικώς όταν εντρυφά στις λογοτεχνικές ρύμες κι αγυιές του σύμπαντος, χωρίς να χάνει ούτε στιγμή την ένταξή του στις νεροσυρμές του πόνου, συνηχεί υπέροχα με τη θηλυκή παθητικότητα μιας θλίψης βροχερής, που δεν αναζητά τίποτα, δεν προσμένει τίποτα, δεν περιμένει τίποτα από κανέναν. Ούτε καν από τον ίδιο τον αναγνώστη. Αυτή η καθαρή, συγκεντρωμένη αλλά όχι συγκεντρωτική στάση ζωής, αυτή η γεροντικά νεανική καρτερικότητα καθιστά την ποίηση της Αργυρώς Φραγκή πρωτότυπη και αποκλειστική, ανοικτό και κλειστό σύστημα ταυτόχρονα, πεδίο προς εξερεύνησιν και λόφο που δεν χρειάζεται ν’ ανεβείς για να τον απολαύσεις.

Η τροχιά του βέλους της ποιήτριας είναι κυκλική, περνώντας όμως μέσα από το δαχτυλίδι που σχηματίζουν τα τόξα μυριάδων συμπολεμιστών, ατσαλωμένων στη φωτιά. Είμαστε ζώα κρεμασμένα στο σφαγείο ή άγγελοι σε εξορία; Η φοβερή σκηνή από τη «Χρονιά με τα δεκατρία φεγγάρια» του Φασμπίντερ, όπου η παρενδυτική αυτοκτονεί διά της αγχόνης σε έναν ουρανοξύστη, αφού φάει πριν ένα σάντουιτς, ή η άλλη σκηνή που κρατάει το ρομαντικό υποβολείο του ηθοποιού εραστή της ενόσω περιπατούν ανάμεσα στα αιμάσσοντα κρέατα ενός σφαγείου… Αυτή η διακριτική κραυγή ενός χαμένου ιδεαλισμού υποφώσκει στην ποιητική ουτοπία της Αργυρώς Φραγκή. Εκφράζει το ανήμπορο αδιέξοδο της γενιάς της που βλέπει τον Χρόνο να φεύγει, χωρίς να προσμένει σε δημιουργία, παραγωγικότητα και επιδόσεις, αφού τα αγαθά απαξιώθηκαν και η Κοινή Λογική ως αγαθό παραγκωνίστηκε, ή μάλλον θυσιάστηκε στον βωμό μιας παραισθητικής κοινωνίας της Αφθονίας. Η ευτυχία είναι ανέφικτη γι’ αυτή τη γενιά. Στριμωγμένοι στις μυλόπετρες της υποαπασχόλησης ή της ετεροαπασχόλησης, μπορούν μόνον να παρατηρούν και να κρίνουν, περιμένοντας το λυτρωτικό τέλος. Απογοητευτικό, δεν νομίζετε; Όμως η Θλίψη είναι μεγάλη κινητήριος δύναμις. Το ελατήριο όταν συμπιεστεί συγκεντρώνει το δυναμικό μελλοντικών εκρήξεων παραγωγικότητας κι η αληθής δημιουργικότητα θα σκορπίσει χαρά στα στήθια των απελπισμένων. Δικό μας χρέος είναι να τους ακούσουμε, να τους εντοπίσουμε, να τους ενθαρρύνουμε, όχι από ενοχή για τον διεφθαρμένο κόσμο που τους παραδώσαμε, αλλά από υγιή ανθρωπιστική υστεροβουλία. Μόνον όταν αυτή η νέα γενιά παραλάβει τη σκυτάλη του πολιτισμού, μόνον τότε κι εμείς θα μπορέσουμε να αναχωρήσουμε πλησίστιοι για φωτεινότερους κόσμους.

Ας υποδεχτούμε μια γνήσια εκπρόσωπο της νέας ποιητικής γενιάς. Ας ηχήσουν οι σάλπιγγες του ουμανισμού, του πασιφισμού, του ποιητικώς προσγειωμένου ορθολογισμού στην ταλαίπωρη, πανέμορφη Γη μας.