Στοχαστική ποίηση, επιμελημένη και προσεγμένη, με πυκνά νοήματα κι υφολογικές αξιώσεις, άρρυθμη όμως κι «εγκεφαλική» χωρίς πνοή, ψυχή και συναίσθημα. Κι αν υπάρχει, θα πρέπει να προβείς σε νοητική ανατομία στο ποιητικό «σώμα» προκειμένου να το βρεις. Μα έτσι γράφει η νέα γενιά. Με τον ίδιο τρόπο συνθέτει μεταπτυχιακές εργασίες. Ψυχρά, λογικά, άοσμα κι άνευρα. Πρόκειται μάλλον για ακροβασία του μυαλού, μέσα όμως πάντα στα λογικά όρια της γλώσσας. Κι εκεί ακριβώς είναι που ακυρώνεται η καθαυτή ποιητική λειτουργία που έγκειται στην ανοίκεια χρήση του γλωσσικού κώδικα. Στα χνάρια προγενεστέρων βραβευμένων «χρυσών μετριοτήτων» φιλοδοξεί να δρέψει δάφνες στο πρόσκαιρο, αφού περί του αιωνίου και του διηνεκούς δεν τίθεται –νομίζω– θέμα. Λόγος στυγνός, στεγνός, αποστεωμένος. Σας τον παραδίδω στην κρίση σας, επαρκείς αναγνώστες. Η ετυμηγορία εν τέλει είναι δική σας. Και μόνο δική σας. Α, ναι, και του πανδαμάτορα Χρόνου βεβαίως. Ας μην τον παραλείψω.

Κορυδαλλού μονόλογος ΙΙ

 

Και εισήλθε κι άλλο σκοτάδι

μέσα σε πιο βαθύ σκοτάδι.

 

Μέχρι που ένα πρωί η νοσταλγία

έρποντας ανάμεσα στα κουφάρια

των μελλοντικών ποιητών

με ανέλκυσε στο φως.

 

Ανέτρεψα τα εις βάρος μου δεδομένα

διέσχισα εν τέλει

των ανεμόμυλων το δάσος

μα η νύκτα έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθεί.

 

Η γη λικνίζεται

πάνω στον γοφό μιας γυναίκας,

σκύβει, αναπηδά και περιφέρεται

μα η νύκτα έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθεί.

 

Το σύμπαν παράλληλο

η ζωή του καθενός

μια εκδοχή,

μα η νύκτα έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθεί.

Ποίηση δοκιμιακή –αν και δόκιμη– μεταξύ της σφύρας του ορθολογισμού και του άκμονος της υγιούς φιλοσοφικής διαθέσεως, που και πρόθεσις δεν λογάται.

Εν ολίγοις, δεν κέρδισα κάτι διαβάζοντας αυτό το καλοτυπωμένο, προσεγμένο κι ορθώς επιμελημένο βιβλίο. Λέτε να φταίει ο κορεσμός από παρόμοιους και πανομοιότυπους νέους λογοτέχνες;

Το σημείωμά μου αυτό έχει τον χαρακτήρα της επιφυλάξεως και δεν είναι δηκτικό. Ερωτηματικό; Ναι, ίσως. Ίδωμεν.