«Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν στον δρόμο της δευτεροπρόσωπης αφήγησης, στον δρόμο του ρευστού εαυτού και της κλονισμένης απεύθυνσης, διότι είδαμε και τα χαΐρια του κατάσαρκου πρώτου προσώπου ή του υπεράνω τρίτου.»
Σε δεύτερο πρόσωπο, εξομολόγηση λες σε καθρέφτη, και κατ’ αρχάς εντελώς ενώπιος ενωπίω, ο συγγραφέας Μισέλ Φάις συγκεντρώνει στα δικά του «Κτερίσματα» ό,τι προσωπικό κι ιερό.
Κατακερματισμένες μνήμες και γι’ αυτό ως «εικόνα» (με όλη την ιερότητα της εικόνας για όσους πιστεύουν) ολοζώντανες, ξαναγράφει ως παρόν όλο το παρελθόν∙ με τον συγγραφικό φακό εστιασμένο ακριβώς στα αθέατα: έρως και θάνατος. Όλα τα άλλα ανάμεσα, απ’ αυτά και γι’ αυτά.
Ιδιαιτέρως εφευρετικός όσον αφορά τους τίτλους, «Η αυτοβιογραφία ενός βιβλίου» (1994), «Απʼ το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες» (1999) και «Aegypious Monachus» (2001), μιλώντας για τους δικούς του νεκρούς, άρα για τη ζωή του, και «Το μέλι και η στάχτη του Θεού» (2002), «Ελληνική αϋπνία» (2004), γράφοντας για τον ζωγράφο, λαογράφο και κριτικό Τζούλιο Καΐμη και τον Γεώργιο Βιζυηνό, το βασικό ζητούμενο είναι πάντα το εξής ένα: η συμφιλίωση. Με τους δικούς του ιερούς νεκρούς, τα δικά του αγαπημένα φαντάσματα, με εκείνο που πάει πια, συνέβη και έσβησε, μ’ αυτό που θα συμβεί και θα σβήσει.
Ποιητικός, κοφτός, παίζοντας στα δάχτυλα τα λογοτεχνικά είδη και συνταιριάζοντάς τα, αντιλαμβάνεται εγκαίρως εκείνο που θα ʼρθει. Την καινούργια λογοτεχνία που είναι ποίηση, πρόζα, μικρό δοκίμιο, αποφθέγματα, ημερολογιακές σημειώσεις, όνειρα, σκέψεις, περιγραφή. Στα «Κτερίσματα» είναι και εικόνα ταυτόχρονα (το βιβλίο περιλαμβάνει φωτογραφίες που εντάσσονται οργανικά στο σύνολο).
Στα «Κτερίσματά» του, τα παιδικά χρόνια και η Κομοτηνή, το ιατρείο και οι εβραϊκές μνήμες του πατέρα, το «ερωτικό μίσος» όπως έχει γραφτεί ήδη για τη μητέρα, οι γυναίκες που γνώρισε και συνάντησε στη ζωή. Σπαράγματα ζωής και τέχνης, επιθυμίες και φόβοι, αναμνήσεις ζωτικής σημασίας και σημειώσεις που αποτελούν εκείνον που έγινε, αυτό που σκέφτεται, το σώμα μιας εντελώς πυρετώδους αφήγησης που εναλλάσσεται από πρωτοπρόσωπη σε δευτεροπρόσωπη προσπαθώντας και επιτυγχάνοντας, τελικά, να αναπλάσει για τον συγγραφέα όλη του τη ζωή, τη ζωή. Εξάλλου: «Το ψες ψόφησε. Οκέι. Όλα είναι σήμερα. Γι’ αυτόν που γράφει, όμως, γι’ αυτόν που ερωτεύεται, κανένα παρόν. Κακογαμημένο σήμερα».
Με σπαράγματα από Σαπφώ, Ρεμπό, Παλατινή Ανθολογία, Μπρεχτ, Βιζυηνό και Παλαμά, τραγούδια, ερωτικές αγγελίες, εξάλλου είμαστε κι ό,τι αγαπήσαμε, ο Μισέλ Φάις στα «Κτερίσματα» μοιάζει συγκεντρώνοντας το αυτοβιογραφικό και λογοτεχνικό σύμπαν του, να βάζει τάξη στο χάος, κρατώντας τα τιμαλφή: «… Και σταματήστε να τσακώνεστε με το παιδικό σας χάος».
Το αποτέλεσμα, ένα σπαρακτικά ειλικρινές αυτοαναφορικό βιβλίο που απολύτως μας αφορά: έρως και θάνατος, για τ’ ανθρώπινα, ίδιος. Το μεγάλο ερώτημα ανοιχτό και βασανιστικό: «Δηλαδή τώρα τα πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά;»
Και η απάντηση, σε ένα βάσανο που επειδή είναι προσωπικό είναι και οικουμενικό, κρυμμένη σε μια φράση κάπου εκεί πριν το τέλος: «Μόνον τρεις λέξεις: άροτρον, λειμών, λάκκος – αναζήτησέ τες».
Για την ώρα, το καλύτερο βιβλίο του συγγραφέα.
Και όσον αφορά την απόλαυσή του, ναι, το βιβλίο διαβάζεται και αγραμμικά. Κάθε κεφάλαιο διαθέτει την ευλογία να εμπεριέχει όσα προηγήθηκαν και όσα θ’ ακολουθήσουν, την αρχή και το τέλος, σαν τον κόκκο της άμμου που εμπεριέχει τη Σαχάρα στο στρίφωμα της μαντάμ Μποβαρύ. Μήπως εξάλλου δεν είναι όλη μας η ζωή σε κάθε στιγμή; Ακόμα κι αυτός ο ίδιος ο θάνατός μας που για την ώρα αγνοούμε. Κι αυτός, εκεί.