«Δεν ήμασταν οι εκδρομείς του εξήντα, αλλά του μηδενός. Είχαμε γεννηθεί μετά από έναν πόλεμο και είχαμε μεγαλώσει σε έναν τόπο που αγωνιούσε να υπάρξει. Είχαμε συμμετάσχει σε διαδηλώσεις ενάντια στην κατοχή. Είχαμε μοιράσει φυλλάδια σε τουρίστες που μας κοιτούσαν σαν ξωτικά. Είχαμε μάθει να μετράμε τον κόσμο σε χιλιόμετρα που σταματούσαν σ’ έναν τοίχο. Συλλαβίζαμε οδοφράγματα. ‘Δεν ξεχνώ’ ήταν το σύνθημα της παιδικής ηλικίας» («Μια κρύπτη μέσα μας», σελ. 298-99)

Περίπου εννέα χρόνια αφότου τον γνωρίσαμε, στο «Ρέκβιεμ για τους απόντες», ο υπαρξιακός ντετέκτιβ Αρσένιος Θησέας «επιστρέφει» για να γράψει ένα χρονικό «διά ἀθύμισην καιροῦ και τόπου». Αφορμή θα είναι η αποστολή που θα του αναθέσει ο ασπρομάλλης Ευαγόρας, να «ονομάσει τον κόσμο, πρωτογενώς» μέσω της τέχνης της υφαντικής που «είναι η αφήγηση του 21ου αιώνα» και συναρμολογώντας αποσπάσματα χωρίς να κρύβει τις ραφές, όπως ο παππούς Χαμπής που ήταν ράφτης πριν ανοίξει βιβλιοπωλείο στην Πάφο. Κοντολογίς, να εξιστορήσει (να εξηγήσει) σαράντα χρόνια κυπριακής ιστορίας (1974-2014). Πυξίδα και έμπνευση, η «Εξήγηση της γλυκείας χώρας Κύπρου» του Λεόντιου Μαχαιρά (που έζησε κάπου ανάμεσα στα 1360 και 1450), χρονικογράφου της περιόδου της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο.

Οι εγγραφές σε αυτό το χρονικό είναι αναμνήσεις, εικόνες, στιγμιότυπα και τελικά ιστορίες από τη ζωή του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, τον μικρό τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε (τη Χλώρακα της Πάφου, την Κύπρο ολόκληρη) και τον μεγάλο τόπο (την Ελλάδα και κυρίως την Αθήνα) όπου επέστρεψε ως υπαρξιακός ντετέκτιβ Αρσένιος Θησέας.

Το ύφος και ο τόνος του χρονικού μαρτυρούν έναν νέο άνδρα, σίγουρο για τον εαυτό του (και για αυτά που εξιστορεί), περήφανο για την καταγωγή του, που γνωρίζει πολύ καλά την Ιστορία και τη μυθολογία, που ξέρει ν’ αναγνωρίζει τα αποτυπώματα που αφήνει πίσω του ο χρόνος και που έχει την άνεση να διατυπώνει τη δική του εκδοχή και ερμηνεία (μήπως αυτό δεν κάνει κάθε χρονικογράφος;) Είναι όμως ταυτόχρονα ταπεινός, θρησκευόμενος (αλλά και «βλάσφημος» ή, τουλάχιστον, «ασεβής»), ερωτευμένος και στοχαζόμενος για την αγάπη. Η παιδική ηλικία είναι για τον αφηγητή στέρεο έδαφος: σε αυτό θα επιστρέφει στη διάρκεια του χρονικού, στην αυλή του σπιτιού της γιαγιάς Αναστασίας, σε μια ανεξάντλητη, σχεδόν αρχετυπική, πηγή διαμόρφωσης χαρακτήρα και εμπειριών για τη μετέπειτα ενήλικη ζωή. Οι προτάσεις του μπορεί να μοιάζουν με αποφθέγματα ή χρησμούς ή, για άλλους, τσιτάτα ή ευφυολογήματα∙ ρήσεις που εκφέρονται με αυτοπεποίθηση και για τις οποίες δεν αμφιβάλλει. Μπορεί η αναφορά σε πολλές ιστορίες και πρόσωπα, οι διαρκείς «παρεκβάσεις» σε σχέση με την αποστολή που του αναθέτει ο Ευαγόρας (που παραπέμπει στον μαθητή-ήρωα του κυπριακού Αγώνα Ευαγόρα Παλληκαρίδη του τελευταίου απαγχονισθέντα από τους Άγγλους στις 13 Μαρτίου 1957) να θεωρηθεί ότι υποκαθιστούν, κατά κάποιο τρόπο, τη συμβατική πλοκή.

Όμως ο συγγραφέας μοιάζει να γνωρίζει πολύ καλά για τι μιλάει, έχοντας στις αποσκευές του ένα μεγάλο απόθεμα καλά αφομοιωμένης γνώσης περί την αφήγηση. Οι διακειμενικές αναφορές είναι διάσπαρτες, αποσπάσματα από όλα τα είδη του λόγου προτάσσονται σε κάθε υποκεφάλαιο και οδηγούν το χρονικό, ενώ υπάρχουν σταδιακές «αποκαλύψεις» του υλικού που ο υπαρξιακός ντετέκτιβ καλείται να αποκρυπτογραφήσει για λογαριασμό και του αναγνώστη. Ο Μαργαρίτης δεν είναι εύκολος συγγραφέας. Και το Χρονικό του, η «Κρόνακα», είναι μυθιστόρημα, είναι αφήγηση, οι ιστορίες που λέμε, που έχουμε ακούσει, που μας είπαν, που μάθαμε και, εντέλει, που ζήσαμε.