«Όλοι οι συγγραφείς γνωρίζουν το όπλο του Τσέχωφ. Είναι ένας από τους κανόνες του γραψίματος, αν υποτεθεί πως υπάρχουν τέτοιοι κανόνες. Ποτέ δεν εμφανίζουμε ένα γεμάτο τουφέκι στη σκηνή, εάν δεν πρόκειται να πυροβολήσει. Είναι λάθος να δίνουμε υποσχέσεις που δεν σκοπεύουμε να τηρήσουμε».
Το «Κρέας για τους λύκους» είναι το είδος του βιβλίου που θά ’θελε κανείς να συζητήσει σε μια λέσχη ανάγνωσης.
Επειδή ο αφηγητής-πρωταγωνιστής πηγαίνει (όπως κι ο συγγραφέας) σε ένα κέντρο δημιουργικής γραφής στο Βερολίνο, γιατί έπαθε συγγραφικό μπλοκάρισμα – και σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι αν τα βιβλία που γράφτηκαν σε κέντρα δημιουργικής γραφής, από και για συγγραφείς που έπαθαν συγγραφικό μπλοκάρισμα, είναι απλώς εκδοτικό φαινόμενο ή κοινωνικό φαινόμενο: απότοκο (ή, στην καλύτερη περίπτωση, μεταφορά) μιας κοινωνίας, όπου η αυτοαναφορικότητα δεν είναι πρόβλημα, αλλά κανόνας.
Επειδή το πρώτο πράγμα που μας λέει ο αφηγητής για τον εαυτό του είναι η συνειδητοποίηση της (κρίσης) μέσης ηλικίας του, αυτο-υπονομευόμενος, τόσο για τις πιθανότητες να μπούμε στα παπούτσια του (πόση κατανόηση να δείξει κανείς στον αυτο-οικτιρμό), όσο και, κυρίως, για να πάρουμε στα σοβαρά τα όσα λέει (μήπως υπερβάλλει; Θα φταίει η κρίση που περνάει).
Επειδή αυτός ο αφηγητής καταπιάνεται με τόσα πράγματα –κοινωνία της επιτήρησης, altright, Βάννζεε, τελική λύση, ποίηση, τηλεόραση, αστυνομικές σειρές, γνωστικές ελίτ, Ανατολικό Βερολίνο, Στάζι, Τράμπ, μεταναστευτικό, φυλετισμός, πατρότητα, ασθένεια– που αναρωτιέσαι ποιο είναι το κέντρο βάρους του βιβλίου. Εάν τα βιβλία χρειάζεται να έχουν κέντρο βάρους.
Επειδή υπάρχουν σκηνές με τόση οπτική ένταση: πορτοκαλί σωσίβια και ισοθερμικές κουβέρτες αλουμινίου ανάμεσα στα σύγχρονα κτίρια του Βερολίνου. Τόση συναισθηματική ένταση: έφοδος της αστυνομίας στην πολυκατοικία–κατάληψη στο Ανατολικό Βερολίνο. Τόση ευστοχία στις εκφράσεις: «τα μέλη της τάξης των δωρητών», «οι επαγγελματίες της εξωστρέφειας», «τα μάτια μας συναντήθηκαν και ανταλλάξαμε ένα νεύμα – η μασονία των μελαμψών που συναντιούνται σε τόπους λευκών» (μια αίσθηση που δε χρειάζεται να είσαι μελαμψός για να ξέρεις σε τι αναφέρεται).
Επειδή ο –προς ακύρωση– ακροδεξιός λόγος αναπτύσσεται πειστικά, έξυπνα: «H αυτονομία δεν είναι για όλους. Κάποιοι είναι προορισμένοι να ασκούν εξουσία, κάποιοι άλλοι να υποτάσσονται στην εξουσία. Ιδανικά χρειαζόμαστε κάτι που θα έχει την ίδια χρησιμότητα με το άτομο – που θα μπορεί να εκτελεί όλες τις εργασίες που εκτελεί ένας άνθρωπος -, αλλά απέναντι στο οποίο δε θα έχουμε τις ίδιες ηθικές υποχρεώσεις. Κάποια στιγμή σε βάθος χρόνου θα είμαστε σε θέση να παράγουμε ή να καλλιεργούμε μόνοι μας τέτοιους υπηρέτες, αλλά σε μεσοπρόθεσμη βάση θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αυτούς που διαθέτουμε, αυτούς που έχουμε υπό την κυριαρχία μας, όπως έκαναν οι πρόγονοί μας πριν από εμάς». Αλλά ίσως πιο πειστικά, πιο έξυπνα, με περισσότερη ισχύ απ’ ό,τι ο αντίλογος του αφηγητή: «Το ήξερα πως ακουγόμουν αφόρητα αφελής. Ήθελα να πω κάτι σχετικά με το ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι πάντα ο σκοπός και ποτέ το μέσο, και ότι έχουμε δικαιώματα που εκπορεύονται από την ικανότητά μας για αυτενέργεια. Ήθελα να πω ότι […] χλεύαζε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Την επόμενη μέρα, μέσα από την τοξική ομίχλη του χανγκόβερ μου, όλα αυτά θα εμφανίζονταν στο μυαλό μου ωραία και τακτικά». Στον βαθμό που πρόκειται για ένα βιβλίο πολιτικού προβληματισμού, πόσο σκόπιμη είναι η (υπερ)προβολή των θέσεων με τις οποίες καταφανώς δεν συντάσσεται ο αφηγητής και η δειλή, φοβισμένη αντιπαράθεσή του σε αυτές;
Επειδή μέχρι το τέλος του βιβλίου υποθέτεις, αλλά δεν είσαι βέβαιος, σε τι ακριβώς αναφέρεται ο (αγριευτικός) τίτλος «Κρέας για τους λύκους» και γιατί τέλος πάντων ο εκδότης δεν μετέφερε απλώς στα ελληνικά τον πρωτότυπο τίτλο “Red Pill”, που δεν παρουσιάζει άλλωστε καμιά μεταφραστική δυσκολία (αλλά και δεν παραπέμπει αυτόματα κάπου – τουλάχιστον όχι για όσους δεν έχουν δει το «Μάτριξ»).
Επειδή μπορεί να μη συμφωνήσουμε, εάν το τουφέκι στη σκηνή πέτυχε τον στόχο – και ίσως ούτε καν ποιο ήταν το τουφέκι στη σκηνή, και ποιος ήταν ο στόχος.
Επειδή τελειώνοντας την ανάγνωση μπορεί να μην ξέρεις να πεις αν «μ’ αρέσει/δε μ’αρέσει». Αλλά το διαβάζεις μέχρι τέλους – και το σκέφτεσαι.
Υστερόγραφο: Το κόκκινο χάπι δεν έχει περάσει (ακόμα) σε όλα τα λεξικά της αγγλικής γλώσσας. Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, λήμμα για αυτό στο λεξικό της Οξφόρδης, υπάρχει όμως στο Cambridge Dictionary, και έχει ως εξής:
red pill
beliefs, choices, or information that allow you to see the world as it really is, even though you would feel safer or happier if you did not. This refers to a scene in the film “The Matrix” where a character is offered a choice between a red pill, which reveals the true world, and a blue pill, which keeps it hidden