Η Μπέρτα Γκέρτρουντ Φλεκ (1870-1940) υπήρξε μια ψυχικά διαταραγμένη γυναίκα που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της κλεισμένη σε διάφορα ψυχιατρικά ιδρύματα της Γερμανίας. Υπήρξε επίσης ζωγράφος και ένα από τα χιλιάδες θύματα της ναζιστικής ευγονικής. Έπειτα σιωπή. Αυτή και τα χιλιάδες άλλα θύματα ξεχάστηκαν ή αγνοήθηκαν εν πολλοίς από τη σύγχρονη ιστορία-λογοτεχνία-τέχνη, καθώς το βάρος της συλλογικής ανάγκης για καταγραφή και συνειδητοποίηση της ναζιστικής φρίκης εστίασε, όπως είναι απόλυτα λογικό, στο Ολοκαύτωμα, στις υπό κατοχή χώρες, στις πράξεις αντίστασης. Η πρώτη μεγάλη συνεισφορά της συγγραφέως και σκηνοθέτιδος Μαρίας Γαβαλά με το μυθιστόρημα «Κόκκινος Σταυρός» είναι αυτή ακριβώς η προσέγγιση ενός ζητήματος παραμελημένου ή εντελώς άγνωστου στο ευρύ αναγνωστικό κοινό.

Η δεύτερη συνεισφορά της είναι το γεγονός ότι μας παραδίδει ένα άρτια δομημένο και βαθιά εσωτερικό μυθιστόρημα. Σε ένα πρώτο επίπεδο τοποθετεί την Αριάδνη Χόπε, μια Ελληνογερμανίδα φοιτήτρια που εκπονεί τη μεταπτυχιακή εργασία της στο Πολυτεχνείο της Δρέσδης σχετικά με τη σχέση ανάμεσα στην Τέχνη και στις εκφραστικές δυνατότητες των ιδρυματοποιημένων ψυχασθενών. Επιλέγει ως κεντρικό αντικείμενο της έρευνάς της την περίπτωση της Φλεκ και προσπαθεί να ανακαλύψει τους κώδικες και τα μυστικά που μπορεί να κρύβονται στα ελάχιστα έργα ζωγραφικής της που διασώθηκαν και που κατά κύριο λόγο απεικονίζουν διαφόρων ειδών λουλούδια. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, υπάρχει η αφήγηση της ζωής της ζωγράφου από τον θάνατο του πατέρα της, που φαίνεται να πυροδότησε την εμφάνιση της ασθένειάς της, μέχρι το τέλος της ζωής της. Μέσα από κεφάλαια που ταξιδεύουν από τη σημερινή Γερμανία στη Γερμανία του παρελθόντος, μέσα από αφηγήσεις που ξεκινάνε με το επιθετικό, αδιάφορο ή απολογητικό «Ονομάζομαι…» ή «Εγώ είμαι…», σαν καταθέσεις σε έναν αυστηρό ανακριτή της Ιστορίας, η συγγραφέας ζωγραφίζει μπροστά στα μάτια μας τόσο την ατομική πορεία της Φλεκ, όσο και της πατρίδας της: έξοδος από έναν πόλεμο που στοίχισε τόσες ζωές, που άφησε ακρωτηριασμένους, απογοητευμένους, άνεργους, έπειτα, το πέρασμα σε μια εξαρχής ασταθή προσπάθεια σταθεροποίησης που δεν εμπόδισε την εμφάνιση του ναζισμού. Και μέσα σε αυτή την ιστορική περίοδο, μια γυναίκα –και τόσοι άλλοι άνθρωποι μαζί της– κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους, κλεισμένη στο κεφάλι της, στην ψυχή της, ζωγραφίζει λουλούδια.

Οι φωνές που εναλλάσσονται –κατά κύριο λόγο γυναικείες– προβάλλουν την ανασφάλεια της ταραγμένης ιστορικής στιγμής, τις μικρές πράξεις αντίστασης στις παράλογες εντολές ή ακόμα και την απόφαση του ατόμου να προσποιηθεί ότι δεν έβλεπε, δεν ήξερε, δεν ήθελε να ξέρει. Φωνές μικρές, ασήμαντες και με ελάχιστη ή καθόλου συμβολή στην εξέλιξη της Ιστορίας, αλλά δυνατές μέσα την υποταγή τους και αξιόλογες μέσα στην αφάνειά τους. Και συνδυασμένες με το σταδιακό χτίσιμο του χαρακτήρα της Αριάδνης, με τις ανασφάλειες της, τα προσωπικά της δράματα και την αγωνία του ερευνητή που πρέπει να βάλει όρια στον ίδιο του τον εαυτό, παρουσιάζουν σφαιρικά ένα ιστορικό έγκλημα που μέσα από έναν πίνακα με λουλούδια και τα μάτια μιας γάτας κραυγάζει ότι η φρίκη δεν πρέπει να αποσιωπάται ή να ξεχνιέται.