Μιάμιση γραμμή στο βιβλίο της Ιστορίας

Ένας γρανιτένιος οβελίσκος σ’ ένα δήθεν παρκάκι πίσω από την Εθνική Πινακοθήκη, «Τοις κείνοις ρήμασι ες Κύπρον», θυμίζει τους οπλίτες και αξιωματικούς της ΕΛΔΥΚ που σκοτώθηκαν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974, κατά την πρώτη και δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής. Η ελληνική Πολιτεία ξέχασε όμως όσους δεν σκοτώθηκαν εκεί, αλλά επέστρεψαν τραυματισμένοι, σωματικά και ψυχικά, από έναν πόλεμο, μια «αναμπουμπούλα λίγων ημερών», στον οποίο αναμετρήθηκαν κυρίως με τον εαυτό τους. Αυτό το λησμονημένο θέμα προσεγγίζει ο Βασίλης Γκουρογιάννης στο τέταρτο μυθιστόρημά του με τίτλο «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή».

Ήρωάς του είναι ένας γνωστός από την τηλεόραση ποινικολόγος, που από καιρό έχει απομακρυνθεί από τα φώτα της δημοσιότητας, βετεράνος του πολέμου, ο οποίος ως πρόεδρος του συλλόγου τους, της ΝΟΜΕ (Νέα Οργάνωση Μαχητών Ελλαδιτών), διοργανώνει ένα συνέδριο στη Λευκωσία με την υποστήριξη ενός νεαρού καθηγητή, βοηθού του ιστορικού Μαζάουερ. Σκοπός του συνεδρίου είναι να παρακινήσει τους βετεράνους να μιλήσουν για ό,τι συνέβη πριν από 33 χρόνια, επισκεπτόμενοι τα ίδια μέρη με τότε – ένα είδος θεραπείας-σοκ δηλαδή.

Πολλοί από τους βετεράνους αμφισβητούν τον πρόεδρο, γιατί δεν είναι σίγουροι ότι πολέμησε στην Κύπρο. Του ανοίγονται όμως, γιατί ελπίζουν ότι θα καταφέρει να προστεθεί «μιάμιση γραμμή» στο υπό αναθεώρηση σχολικό βιβλίο της Ιστορίας που να συνοψίζει την προσφορά τους, ώστε να μην ζουν πια ντροπιασμένοι. Οι μαρτυρίες τους είναι ιστορίες πικρές, «ατάκτου υποχωρήσεως», με υπόνοια προδοσίας, εγκλημάτων πολέμου. Λίγο ή καθόλου γενναίες. Όταν όμως το συνέδριο τελειώνει, χωρίς να καταλήξει ως προς το περιεχόμενο της «μιάμιση γραμμής» και χωρίς να διαλευκανθούν τα γεγονότα, αρχίζει η αναμέτρηση με το παρελθόν του ίδιου του προέδρου.

Ο Γκουρογιάννης είναι μάχιμος δικηγόρος, όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του. Γεννήθηκε το 1951, άρα θα μπορούσε να είναι στη σειρά των στρατιωτών που η χούντα έστειλε στην Κύπρο για να ανατρέψουν το Μακάριο και έμειναν εκεί για να πολεμήσουν τους Τούρκους εισβολείς. Δεν είναι όμως. Διαθέτει ίσως έτσι την απαραίτητη απόσταση, συναισθηματική και χρονική, για να γράψει ένα βιβλίο για το χαμένο πόλεμο της σύγχρονης Ελλάδας. Και το κάνει, αφομοιώνοντας το υλικό από τις μαρτυρίες των βετεράνων σε ένα κείμενο με εμφανείς λογοτεχνικές αρετές, από το οποίο δεν λείπουν οι ποιητικές αναφορές και το ονειρικό στοιχείο. Ο συγγραφέας παίρνει ξεκάθαρη θέση ως προς το πολιτικό ζήτημα της αναγνώρισης των βετεράνων, ανάμεσα στους οποίους «είναι και οι δειλοί και οι επίορκοι χουντικοί και οι λιποτάκτες και οι λουφαδόροι». Γιατί κι «αυτών οι πληγές αιμορραγούν ακόμη, κι ας μην τους άγγιξε σφαίρα» (σελ. 170).

Ενδιαφέρον έχει ακόμα ο τρόπος με τον οποίο ο Γκουρογιάννης παρουσιάζει τους σύγχρονους ιστορικούς να προσεγγίζουν την ιστορία: «πρώτα οι ξένες αλήθειες και μετά οι δικές μας» (σελ. 212) και το σήμερα στην Κύπρο: «μια απέραντη ξεγνοιασιά επικρατεί – οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους» (σελ. 304), την αποφόρτιση των εντάσεων με τις επιτρεπόμενες επισκέψεις στα Κατεχόμενα και το ξέπλυμα των όποιων ενοχών με το «Όχι» στο σχέδιο Ανάν (σελ. 313).

Ωστόσο, το «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή» είναι κυρίως ένα μυθιστόρημα με πλοκή που κεντρίζει συνεχώς τον αναγνώστη και κλονίζει τη βεβαιότητά του για την εξέλιξη της ιστορίας. Το ύφος είναι συχνά σκωπτικό και η χρήση του κυπριακού γλωσσικού ιδιώματος σε ορισμένα σημεία σίγουρα θα σας κάνει να χαμογελάσετε.