Δύο χρόνια μετά τον σκοτεινό (και προφητικό…) «Τέταρτο κόσμο», ο Γιάννης Γρηγοράκης επανέρχεται με ένα βιβλίο πιο προσωπικό, υπαρξιακό, ερωτικό. Ήδη το εξώφυλλο, μια εύγλωττη φωτογραφία του Henri Cartier-Bresson, μας παραπέμπει σε  μια εποχή όπου αρχίζουν να σπάνε οι κοινωνικοί φραγμοί και η προσωπική ελευθερία αναδεικνύεται ως η μεγαλύτερη διεκδίκηση των νέων. Μιλάμε βέβαια για τις δεκαετίες του ΄60 και του ’70.

Οκτώβριος 2011: Ο κεντρικός ήρωας, ο Άλκης, βρίσκεται σε κώμα έπειτα από ένα φοβερό δυστύχημα. Εκεί ανακαλεί τη ζωή του και μέσα απ΄ αυτήν μας γνωρίζει τα άλλα δύο πρόσωπα της ιστορίας, τη Νόρα και τον Ιάσωνα, και μας ξεναγεί στη ζωή που διάλεξαν να ζήσουν: μια ιστορία ελευθερίας, όσο γίνεται πιο κοντά σε αυτό που επιθυμούσε ο καθένας για τον εαυτό του, αλλά και μια ιστορία αγάπης, μοιράσματος και απόλυτου έρωτα για τον άλλο, μια ιστορία, εντέλει, αντισυμβατική.

Έτσι, ο Άλκης είναι ο εντεκάχρονος που ερωτεύεται τη «Χιονάτη», την ξανθιά Εύα, ο έφηβος που περιμένει να ολοκληρώσει τη σχέση του με τη Θάλεια, ο νέος που ψάχνει τον έρωτα και τις απαντήσεις στις αναζητήσεις του, γνωρίζει σε ένα πρωτοχρονιάτικο πάρτι τη Νόρα και τον Ιάσωνα και γίνεται ο τρίτος ενός «τρικέφαλου όντος». Ο Άλκης είναι ο ένας από τους δύο μπαμπάδες του Αριστοφάνη, που θα διαλέξει τη δική του πορεία.

Κι αν ο Άλκης, τώρα, σωματικά δεν αισθάνεται τίποτα, ο εγκέφαλός του στέλνει «μηνύματα» στους γιατρούς με ζεστά κόκκινα και πορτοκαλί χρώματα, όταν η μνήμη είναι σε φάση ανάδυσης από το κώμα∙ κι η μνήμη διαθέτει ένα «φίλτρο» που κρατάει μόνο αυτά τα οποία είχαν πραγματικά σημασία γι΄αυτόν όσο ζούσε. Μέσα σ΄ αυτό τον θαυμαστό κόσμο της (επιλεκτικής) μνήμης θέση δεν έχει ο πόνος, η απογοήτευση, ούτε καν ο θάνατος: μόνο η νοσταλγία.

Ο Γιάννης Γρηγοράκης έχει ήδη αποδείξει την ικανότητά του να κινείται με άνεση ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές: έτσι και σ΄αυτό το βιβλίο, παρακολουθεί τους ήρωες καθώς μεγαλώνουν, διαμορφώνουν τη ζωή τους, τη σχέση μεταξύ τους και με τους γύρω τους, αποκτούν και μεγαλώνουν ένα παιδί, γνωρίζουν χαρές και λύπες, μπαίνουν στα χρόνια, παραμένοντας πάντα ανοικτοί, διαθέσιμοι για τους δικούς τους ανθρώπους, έτοιμοι να κατανοήσουν και να αποδεχθούν τον άλλον, ό,τι κι αν είναι, διατηρώντας μέσα τους τους χυμούς της ζωής.

Όμως, εκείνο που κάνει το μυθιστόρημα ξεχωριστό, είναι, κατά τη γνώμη μας,  το εύρημα της Κόκκινης Εποχής στην οποία βρίσκεται βυθισμένος ο ήρωας, όντας μεταξύ ζωής και θανάτου: μια κατάσταση διαρκούς ευτυχίας που αποτιμά ό,τι έζησε με έναν εντελώς υποκειμενικό τρόπο και, ίσως, ακριβώς γι΄αυτό, πιο κοντά στην αλήθεια.

Οι αναγνώστες του βιβλίου του Γρηγοράκη θα βρουν στίχους από τραγούδια στους τίτλους των κεφαλαίων και, αρκετές φορές, μέσα στα κείμενα, χωρίς καθόλου να εμποδίζουν τη ροή, το αντίθετο, θα μπορούσε κανείς να τα απομονώσει και να τα ακούσει ξεχωριστά και ίσως τότε να βρει και την ιδιαίτερη συνάφειά τους με το κείμενο.

Καταλήγοντας, θα λέγαμε πως το «Κόκκινο και γυμνό» είναι ένα αισιόδοξο μυθιστόρημα που, γεφυρώνοντας το υπαρκτό με το υπερβατικό, προοικονομεί, ίσως, το μέλλον.