«Παρότι ήταν ένας άνθρωπος των γραμμάτων και της κουλτούρας, οπωσδήποτε στραμμένος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον προς το Ωραίο, ποτέ δεν τον είχαν συνεπάρει, όπως πίστευε πως θα έπρεπε, οι καλλιτεχνικές ενσαρκώσεις της ανθρώπινης ιδιοφυΐας. Πατούσε πάντοτε με το ένα πόδι στη γη. Ήξερε όμως πως αυτή η ανικανότητά του να “ανυψωθεί”, για έναν συνηθισμένο άνθρωπο όπως εκείνος, ήταν αναμφίβολα αυτό που τον έκανε καλό Ρώσο και περήφανο Σοβιετικό: άρρηκτα δεμένο με τον διαλεκτικό υλισμό» (σελ. 27-28).

Ο Βλαντίμιρ Σεργκέγιεβιτς Κατούτσκοφ είναι 25 χρονών, όταν, το1956, προσλαμβάνεται στην Γκλαβλίτ, τη σοβιετική υπηρεσία λογοκρισίας. Είναι η εποχή μιας σχετικής «χαλάρωσης» της λογοκρισίας, η εποχή του Νικίτα Χρουστσόφ. Ο Κατούτσκοφ εμπνέεται από τα ιδανικά του «σοβιετικού ανθρώπου» και, ιδιαίτερα στην αρχή της σταδιοδρομίας του, διεκπεραιώνει τα καθήκοντά του με επιμέλεια και ευσυνειδησία. Ως άνθρωπος με κάποιο υπόβαθρο (ο πατέρας του, που σκοτώθηκε στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, ήταν καθηγητής Πανεπιστημίου και η μητέρα του, με την οποία μοιράζεται το διαμέρισμά τους στη Μόσχα, είναι δασκάλα, επίσης ο ίδιος γνωρίζει αρκετά καλά γαλλικά, αν και δεν έχει συχνά την ευκαιρία να τα εξασκήσει), αναγνωρίζει την αξία έργων που, ως λογοκριτής, είναι υποχρεωμένος να απορρίψει: ανάμεσά τους, το αριστούργημα του Βασίλι Γκρόσμαν «Ζωή και πεπρωμένο» είναι το πρώτο αλλά όχι το μοναδικό.

Αντίθετα, ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Γκολτσένκο, όταν αποτυγχάνει, στις τελικές εξετάσεις του Ανώτατου Κρατικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το όνειρό του να γίνει σκηνοθέτης και δέχεται τη θέση του μηχανικού προβολής στα στούντιο της Μοσφίλμ όπου προβάλλονται οι ταινίες ενώπιον των στελεχών του Κόμματος πριν βγουν στις κινηματογραφικές αίθουσες. Αυτό το ορφανό, φτωχό παιδί από την Ουκρανία, ζει και αναπνέει για τον κινηματογράφο.

Κατούτσκοφ και Γκολτσένκο θα συναντηθούν σε μια προβολή και θ’ αρχίσουν να κάνουν παρέα∙ ο Γκολτσένκο θα «μυήσει» τον ορθολογιστή Κατούτσκοφ στον κινηματογράφο και, λίγο αργότερα, εκείνος και η φίλη του, Νάντια, θα του γνωρίσουν την Αγκραφένα Ανατόλιεβνα Κοζουχόβα, τον έρωτα της ζωής του. Παρότι, χάρη στην Αγκραφένα, ο Κατούτσκοφ αποκτά πρόσβαση στις παράνομες εκδόσεις, τα σαμιζντάτ, τα οποία διαβάζουν μαζί, δεν θ’ αντιδράσει όταν ο Γκολτσένκο συλλαμβάνεται και καταδικάζεται ως ο μυστηριώδης συγγραφέας ενός δυστοπικού μυθιστορήματος. Δεν είναι η πρώτη φορά που, εξαιτίας του Κατούτσκοφ, ένας άνθρωπος παραδίδεται στο έλεος των καταπιεστικών οργάνων του καθεστώτος ενώ για τον ίδιο δεν αλλάζει τίποτα. Ο Πάβελ στέλνεται σε ψυχιατρείο και όταν βγαίνει, οι δρόμοι τους έχουν πια χωρίσει.

Ο συγγραφέας παρακολουθεί τη ζωή του Κατούτσκοφ μέχρι και τη συνταξιοδότησή του, παράλληλα με την εξέλιξη του σοβιετικού καθεστώτος, την άνοδο του Γκορμπατσόφ και τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Στο προσκήνιο του μυθιστορήματος έρχεται τώρα η νέα γενιά, που θα επιχειρήσει μια επανασύνδεση των δύο φίλων.

Στο μυθιστόρημα του Πολ Γκρεβελιάκ είναι εκπληκτικός ο πλούτος των στοιχείων για τη λογοτεχνία την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και για τον σοβιετικό κινηματογράφο.  Περιγράφει επίσης, προφανώς το ίδιο πιστά, την καθημερινότητα, ιδίως στη Μόσχα. Φαίνεται πως ο νεαρός συγγραφέας (γεννήθηκε το 1981) έχει εντρυφήσει και αφομοιώσει εξαιρετικά αυτό το υλικό ώστε να μπορεί να υφάνει την ιστορία του, αναδεικνύοντας ανθρώπινους χαρακτήρες όπως ο Κατούτσκοφ, ο Γκολτσένκο, η Αγκραφένα, αλλά και πολλοί άλλοι, δευτερεύοντες χαρακτήρες που δεν αναφέραμε καθόλου εδώ. Δεν διστάζει να παρουσιάσει ιστορικά πρόσωπα σε κάποιες σκηνές του μυθιστορήματος, με τεκμηρίωση πάντα, ενώ «παρεμβαίνει» με χιούμορ σε ορισμένα σημεία, επιτυγχάνοντας την αποστασιοποίηση από τα δρώμενα. Τελικά, μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος, αναδύεται αυτό που λέμε «η ρωσική ψυχή», μαζί με την αγάπη του Γκρεβελιάκ γι’ αυτή την απέραντη, αχανή χώρα και τους ανθρώπους της.