Διηγήματα δομημένα με κλασικό, παραδοσιακό τρόπο: έκθεση-ανάπτυξη θέματος-ανατροπή-τέλος. Αριστοτεχνική γραφή, λακωνικές περιγραφές, αδρά πορτραίτα (σαν φαγιούμ), μαθηματικώς υπολογισμένη οργάνωση της πλοκής (με έξυπνες παραλλαγές προς αποφυγήν μονοτονίας), συμβολικά φορτισμένη ονοματοθεσία-ονοματοποιΐα και το στοιχείο της ειρωνείας, που πολλές φορές συνορεύει με τον σαρκασμό, σε συνδυασμό με μια αναρχική, θα έλεγα, ιδεολογία αυτονόμησης του ατόμου από τους μεγάλους οργανισμούς και τους παγιωμένους κοινωνικούς θεσμούς, δημιουργούν ένα αμάλγαμα ελαφρώς εκρηκτικόν κι επιεικώς πρωτότυπο. Όμως δεν είναι η αναζήτηση της άνευ όρων πρωτοτυπίας το ζητούμενο αυτών των καλοτυπωμένων γραμμών. Πρόκειται μάλλον για ασκήσεις δεξιοτεχνίας, πληκτρολόγηση κωδίκων προκειμένου να κρατιέται σε φόρμα ο λογοτέχνης πριν φιλοτεχνήσει τη «μεγάλη», τη μοναδική κι ανεπανάληπτη αφήγηση. Νιώθω διαβάζοντας ετούτα τα καλογραμμένα πονήματα σαν να παρακολουθώ πρόβα ορχήστρας, πρόβα τζενεράλε έστω. Η Ευσταθία Δήμου είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και δεν ξέρουμε πότε γεννήθηκε. Τι μανία κι αυτή με τις ηλικίες, θα μου πείτε… Έστω, έτσι για να έχουμε έναν δείκτη γενιάς, εποχής, προσλαμβανουσών… τέλος πάντων. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μιλάει και γράφει σαν εκπρόσωπος της γενιάς των τριαντάρηδων με το οικονομικό πρόβλημα της εξάρτησης από τους γονείς και τον προβληματικό εργασιακό προσανατολισμό, αν υποθέσουμε πως δεν βιάζονται ντε και καλά να χτίσουν ή να «πιάσουν» ένα οποιοδήποτε επάγγελμα, αλλά είναι περισσότερο απαιτητικοί και ψαγμένοι από τη γενιά των σημερινών πενηντάρηδων-εξηντάρηδων.
Όμως αρκετά με τις γενιές. Στο επίπεδο της τεχνικής, πρόκειται για κομψοτεχνήματα. Η θεματολογία είναι μάλλον αιρετική, εξεζητημένα προκλητική και ιδεολογικά αντικομφορμιστική. Και μέχρι εδώ όλα καλά. Τρόπος του λέγειν. Το ύφος ποικίλλει από μια απροσδιόριστη παλιομοδίτικη γλαφυρότητα παραδοσιακών αφηγημάτων έως μια εκτελεστική, βιαστική διεκπεραίωση ιστοριών που καταλήγουν ασθμαίνοντας στο διά ταύτα. Το τέλος είναι πάντα απρόβλεπτο και προκλητικό, πολλές φορές τόσο παράλογο που δυναμιτίζει την αληθοφάνεια της όποιας ηθογραφικής προσέγγισης. Η γλώσσα, «ξύλινη», γραφειοκρατική σχεδόν, ακολουθεί το μοτίβο των σκηνικών οδηγιών ή των σημειώσεων με πλάγια (italics) σε ένα κινηματογραφικό σενάριο. Έχουν πια εθιστεί τόσο πολύ οι σημερινοί νέοι στους ταχύτατους, στους τάχιστους, στους ολέθριους κινηματογραφικούς ρυθμούς των τηλεοπτικών φυγών μέσω ταινιών δράσης-περιπέτειας που τους αρκούν μια ντουζίνα λέξεων για να περιγράψουν ένα πρόσωπο (εμφάνιση και ψυχισμός μαζί). Όμως αυτή η αφαιρετικότητα δεν είναι απαραιτήτως αρνητική. Οδηγεί κάποιες φορές σε έναν αισθητικό μινιμαλισμό με άκρα επιτήδευση για το τι πρέπει να κοινοποιηθεί και τι να παραμείνει μυστικό και απόκρυφο. Αυτό δημιουργεί κάποια δευτερογενή ατμόσφαιρα μυστηρίου, ενώ όλα είναι προφανή κι αναλύονται ικανοποιητικά σε πρώτο επίπεδο. Εκείνο όμως που πρωταγωνιστεί εδώ είναι το κείμενο κάτω από το κείμενο, αυτό που δεν γράφεται και δεν λέγεται αλλά υπονοείται, όταν ξεστρατίζει η φαντασία του αναγνώστη και πλάθει τη δική του ιστορία με τα προσφερόμενα δομικά υλικά.
Και μία παρατήρηση για την επιμέλεια του κειμένου, έτσι όπως αποτυπώθηκε σε μορφή βιβλίου. Στο διήγημα «Ο Κλέφτης» γράφει η καλή συγγραφέας: «Η πιθανότητα να αποκαλυφθεί του τον έκανε να ριγήσει» (σελ. 71). Όχι, δεν είναι αυτό που νομίζετε. Μάλλον εκείνο το «του» περισσεύει και παρεισέφρησε κατά λάθος δυναμιτίζοντας την όποια συνωμοτική σοβαροφάνεια του «γραπτού» (σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον). Lapsus linguae. Γλώσσα λανθάνουσα που αποκαλύπτει (ή μήπως προοικονομεί;) τον απρόβλεπτο ερωτισμό του ανατρεπτικού τέλους.
Οι ωραίες ανατροπές ωραία καίγονται. Πρόκειται για ένα βιβλίο που αποκαλύπτει (αλλά χωρίς και να την προδίδει) την εμβρίθεια και τη γνωστική επάρκεια της γραφούσης. Πολλά υποσχόμενη κατάθεση κι εγγραφή υποθήκης για μια λαμπρή πεζογραφική πορεία στα ελληνικά γράμματα. Από τις πληροφορίες στο «αυτί» του βιβλίου: «Το 2011 ήταν υποψήφια για το βραβείο καλύτερου νέου ποιητή στο 32ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ποίησης».