Το ρέκβιεμ μιας νίκης

Αν θέλεις ειρήνη, κάνε πόλεμο. Αν θέλεις πόλεμο, προσπάθησε να τον κάνεις να μοιάζει καλύτερος από την ειρήνη. Η αντεστραμμένη λογική των ΗΠΑ, υπό το παραισθησιακό σχήμα «σοκ και δέος», λειτούργησε εκθετικά πριν από δέκα χρόνια με την εισβολή τους στο Ιράκ και την κατάρρευση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν.

Το περιβόητο jus in bello έγινε άθυρμα στα χέρια του ισχυρού.

Ο πόλεμος επέχει θέση φυσικής τάξης στις ζωές των ανθρώπων. Η στρέβλωση που επιφέρει σε αυτές είναι απλώς μια μετρήσιμη λεπτομέρεια που οφείλει να καταγραφεί.

Ο πρωτοεμφανιζόμενος Αμερικανός συγγραφέας Κέβιν Πάουερς, με την «Κίτρινη κορδέλα», αυτό ακριβώς πράττει.

Αποδίδει τιμές στην πιο καθοριστική λεπτομέρεια ενός πολέμου δίχως νόημα. Πατώντας γερά στην ευρεία παράδοση αντιπολεμικών έργων, συνθέτει το ρέκβιεμ μιας νίκης που φέρει όλα τα σημάδια της ήττας. Οι Αμερικανοί επικράτησαν των Ιρακινών, όμως ο φόρος αίματος και μνήμης που κατέθεσαν στα πεδία της μάχης ήταν ασύμφορα βαρύς.

Η «Κίτρινη κορδέλα» είναι εμποτισμένη από την αντιπολεμική οπτική του Χέμινγουεϊ, δίχως όμως να οικειοποιείται τη δωρική έκφραση ρομαντισμού του «πάπα Έρνεστ». Είναι το «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» του μετα–νεωτερισμού. Είναι το «The things they carried» του Τιμ Ο’Μπράιεν, το «Σφαγείο Νο5» του Βόνεγκατ, το «Πέτρινο νυφικό κρεβάτι» του Μούλις. Έχει συνάφειες με το πρόσφατο «Δέντρο από καπνό» του Ντένις Τζόνσον.

Ναι, είναι  μακρά η λίστα των λεγόμενων «αντιπολεμικών έργων». Εκείνων που θέλουν να απολογηθούν για την αγριότητα των εχθροπραξιών, να εξηγήσουν τις πτυχές της παράνοιας, να εισδύσουν στην ανάγλυφη ηγεμονία του κακού. Ο Πάουερς το κάνει και μάλιστα με τρόπο τόσο καθηλωτικό.

Η «Κίτρινη κορδέλα» είναι η ιστορία του 21χρονου Μπαρτ και του 18χρονου Μέρφι, δύο «ανειδίκευτων» στρατιωτών που καλούνται να περπατήσουν πάνω σε αναμμένα κάρβουνα δίχως να καούν. Ο χώρος δράσης τους είναι το Αλ Ταφάρ στο Ιράκ, όμως επί της ουσίας δεν δρουν αλλά μέρα με τη μέρα προσπαθούν να διατηρήσουν τη συνάφεια του μυαλού τους, να επιβιώσουν παντί τρόπω, να νοηματοδοτήσουν τις ανθρώπινες απώλειες και την κατάρρευση της λογικής, να ενταχθούν στο κυνικό σχήμα της στρατιωτικής πρακτικής που τους επιβάλλει ο υπολοχαγός Στέρλινγκ.

Οι σκηνές των πολεμικών συγκρούσεων μοιάζουν βγαλμένες από το «Αποκάλυψη τώρα» του Κόπολα. Το κτήνος που άφησε το αποτύπωμά του στο Βιετνάμ, τώρα περπατάει θριαμβικά στο Ιράκ.

Η δύναμη της γλώσσας του Πάουερς διαφαίνεται ακριβώς σε αυτές τις σκηνές: δίχως διάθεση ωραιοποίησης, ντύνει τις πλέον ωμές στιγμές του πολέμου με ένα ποιητικό ένδυμα εσωτερικού βάθους που θυμίζει Πίντσον και ΝτεΛίλλο.

Βετεράνος και ο ίδιος του πολέμου –κατατάχθηκε το 2004 και πολέμησε στο Ιράκ–, δεν παραδίδει ένα ακόμα βιβλίο που εμπορεύεται τον πόλεμο. Δεν προσφέρει ηρωισμό που συνήθως είναι εύθρυπτος και ευχάριστος. Ο Μπαρτ και ο Μέρφι φέρουν το βάρος του αντι-ηρωισμού τους. Η τραγική απώλεια του Μέρφι βυθίζει τον Μπαρτ στο πηγάδι της απόγνωσης. Η επιστροφή στην πατρίδα δεν είναι ένας πρόσχαρος νόστος, αλλά μια ακόμα καταβύθιση στο θρυμματισμένο εγώ του. Συλλαμβάνεται από τις στρατιωτικές αρχές γιατί κάποιος πρέπει να πληρώσει για τα κρίματα του πολέμου. Το σύστημα ξέρει να αναδιπλώνει και συνάμα να απεκδύεται της ευθύνης. Έρχεται σε επαφή με τη μητέρα του Μέρφι, σαν ένα συναπάντημα με τις Ερινύες που θα τον καταδιώκουν. Η ψυχολογική μετατόπιση του Μπαρτ είναι καίρια: το πολεμικό πεδίο τον εμπεριέχει και πίσω στην πατρίδα, ενυπάρχει μέσα του. Η μόνη διέξοδος είναι η σταδιακή εκμηδένισή του.

Ο Πάουερς με το πρώτο του –κιόλας–, μυθιστόρημα εγγράφει λογοτεχνική υποθήκη για το μέλλον. Ήδη τον συνοδεύει πλήθος βραβείων για την «Κίτρινη κορδέλα» και όχι άδικα.

Η μετάφραση είναι της Μυρσίνης Γκανά και λειτουργεί επ’ ωφελεία του κειμένου.