Η άλως των αισθήσεων και ο κύκλος της ζωής
Ο Ερίκ Φοτορινό γεννήθηκε στη Νίκαια της Γαλλίας το 1960. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες. Δημοσιογράφος στη Liberation, στη La Tribune και ρεπόρτερ στη Le Monde από το 1986, έγινε διευθυντής σύνταξής της το 2006, αναμορφωτής της και διευθυντής της το 2007. Έχει γράψει πολλά βιβλία. Τα «Κινηματογραφικά φιλιά» βραβεύτηκαν με το βραβείο FEMINA το 2007.
Η ιστορία καλύπτει ένα τμήμα της ζωής του Ζιλ Εκτόρ, χαρισματικού δικηγόρου. Ο πατέρας του υπήρξε φωτογράφος, οπερατέρ και διευθυντής φωτογραφίας σε ταινίες. Μεγάλο όνομα στην τέχνη του και στα μυστικά του φωτός, πασίγνωστος για το πώς παρουσίαζε την καλή –ή/και την κρυφή– όψη των ηθοποιών και όσων φωτογράφιζε γενικότερα, βρισκόταν καθημερινά ανάμεσα σε γυναίκες και μετρούσε δεκάδες στενότερες επαφές με πολλές από αυτές. Όταν εκείνος πέθανε, ο Ζιλ προσπαθεί να βρει την απούσα ανώνυμη μητέρα του, ενθυμούμενος ότι ο πατέρας του είχε πει ότι όφειλε την ύπαρξή του σε ένα κινηματογραφικό φιλί. Και βλέπει δεκάδες ταινίες εκείνης της περιόδου εργασίας του πατέρα του, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει και να συνδέσει πρόσωπα, σκιές, γωνίες και εκφράσεις και τα όποια λίγα λόγια του πατέρα του για το θέμα.
Η ζωή του κυλάει αποκλειστικά στα δικαστήρια, στο γραφείο και στις μισοσκότεινες κινηματογραφικές αίθουσες, στην αναζήτηση της ηθοποιού που θα μπορούσε να είναι μητέρα του, μέχρις ότου εμφανίζεται η Μεϊλίς. Μια ακαθόριστης ηλικίας γυναίκα, πρώην μοντέλο, με εύθραυστο πρόσωπο και μυστηριώδη συμπεριφορά. Τον συνεπαίρνει σε μια ξεχωριστή κατάσταση έρωτα, για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς σεξ, βαθιά όμως ανάσα ζωής για τις υποξαιμικές ζωές τους. Του γίνεται απαραίτητη, όσο απαραίτητο είναι και το οξυγόνο στον ασθενή της εντατικής. Ζει όσο χρόνο μπορεί μαζί της, ενώ εκείνη κάνει τρικ για να συνενώνει την ώρα της αναχώρησης με τη στιγμή της επανεμφάνισής της, ώστε να μην μετράει ο χρόνος που είναι χώρια.
Θα ήταν άκομψο να πω περισσότερα λόγια για την ιστορία του βιβλίου γιατί, χωρίς να παραγνωρίζω την αξία μιας καλής ιστορίας σε ένα μυθιστόρημα, ο τρόπος αφήγησής της είναι θεμελιώδους σημασίας. Και εκεί, αυτό το βιβλίο συνεπαίρνει όποιον μπορεί να ταξιδεύει στις αισθήσεις διαβάζοντας. Η αφήγηση λοιπόν του συγγραφέα βοηθάει με ένα μαγικό, θα έλεγα, τρόπο. Με μικρές, ουσιώδεις φράσεις γεμάτες ευαισθησία, πλημμυρισμένες από νοσταλγία και ζωγραφισμένες με τα χρώματα του πάθους, σε βάζει συνταξιδιώτη με τους δυο ανθρώπους που ο καθένας θα μπορούσε να θεωρηθεί απών από τη ζωή μέχρι τη γνωριμία τους.
«Έκανα λάθος, δεν ήμουν ερωτευμένος. Ήμουν τοξικομανής», λέει και με τη γοητευτική αφήγησή του σε έχει ήδη βάλει να το νιώσεις πριν το διαβάσεις και συνεχίζει σκόρπια εδώ κι εκεί: «Η άλως του ψέματος μας τύλιγε σε ένα πολύ σκληρό μαύρο», «ένα προσκύνημα ήταν μαζί και αποχαιρετισμός», «είχα απουσιάσει πολύ καιρό από τον εαυτό μου», «και όσο κάναμε έρωτα, τόσο ο έρωτας λιγόστευε», «…την προηγούμενη μέρα είχαμε κάνει έρωτα όπως κάνει κανείς προμήθειες», «μας ανήκει, όμως, ποτέ μια γυναίκα που αγαπάμε; Ανήκει πρώτα στο όνειρο και στον πόνο, αμέσως μόλις φύγει», «..κι αν η Καμίλ μερικές βραδιές ήταν η μεθαδόνη μου, η Μεϊλίς παρέμενε η ηρωίνη μου»…
Μια ιδιαίτερα πετυχημένη συγγραφική επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, που είναι γραμμένη όμως με τέτοιον τρόπο ώστε σε πηγαίνει όπου ο πρωταγωνιστής αισθάνεται, χωρίς όμως να έχεις την αίσθηση πως σε οδηγεί ο συγγραφέας. Με ένα απρόσμενο φινάλε. Καταγωγή και απουσία μητρικής θαλπωρής, έρωτας, επιθυμίες, όνειρο και πραγματικότητα, συναισθηματική πείνα και μοναξιά, σε ένα μυθιστόρημα που το διάβασα χωρίς να καταλάβω καθόλου (το εννοώ απόλυτα) το χρόνο που χρειάστηκα μέχρι να ξεφυλλίσω και την τελευταία σελίδα του.