Η Μαρία Κουγιουμτζή γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1945 όπου και ζει. Το πρώτο της βιβλίο, «Άγριο βελούδο», τιμήθηκε με τα βραβεία διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω (2009) και του Iδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2010). Το «Κι αν δεν ξημερώσει;» είναι το τρίτο της βιβλίο.

Το σκηνικό του μυθιστορήματος είναι μια πόλη, μια χώρα, σε μια εποχή που θα μπορούσε να είναι το τέλος του κόσμου (γι’ αυτό ίσως και ο τίτλος με ερωτηματικό). Η εξουσία της Ακαδημίας (Πολέμου και Εκδημοκρατισμού της Κημέριας) είναι απόλυτη, η καταστολή σε πλήρη εφαρμογή, η ένδεια και η εξαθλίωση έχουν εγκαθιδρυθεί. Τρεις άνδρες επιστρέφουν στην πόλη ή στη χώρα αυτή, που είναι η κοινή τους πατρίδα, με διαφορετικούς σκοπούς. Ο ένας, ο Σιωπηλός, είναι τραυματίας με αναρρωτική άδεια (αλλά και με μια αποστολή που του αποκαλύπτεται επί τόπου). Ο δεύτερος, ο στρατηγός Βέλλας, είναι καταδικασμένος σε θάνατο για απείθεια. Κι ο τρίτος, ο Λαιμός, είναι εκτελεστής. Όλοι τους είναι στρατιώτες της Ακαδημίας, έχουν επιλεγεί από νεαρή ηλικία για να τη στελεχώσουν, εγκαταλείποντας οικογένεια, φίλους ή απλώς τη μίζερη ζωή τους. Καθώς γυρίζουν μες στην πόλη, όπου συνεχίζονται αδιάκοπα οι πορείες και η καταστολή, θυμούνται, «συναντούν» πρόσωπα του παρελθόντος που τους σημάδεψαν με κάποιο τρόπο, μέχρι να οδηγηθούν στην έξοδο.

Ζοφερό το τοπίο και αδιέξοδο. Γίνονται κάποιοι υπαινιγμοί για τις συνθήκες διαβίωσης σ’ αυτή τη χώρα του πολέμου, τους χαμηλούς μισθούς και τις συντάξεις, τους άστεγους, τις οικογένειες που ζουν όλες μαζί σε εγκαταλειμμένα κτήρια («ένα σημερινό Καραβάν-Σαράι», σελ. 196), τα λεηλατημένα σπίτια με έντονα τα σημάδια της φθοράς, όπου οι τηλεοράσεις παίζουν ακόμα για να προβάλουν έναν πλαστό, ωραιοποιημένο κόσμο που δεν υπάρχει πια. Οι άνθρωποι είναι φοβισμένοι, ξέρουν πολύ καλά τι σημαίνει η μαύρη κορδέλα που φοράει ο Βέλλας και αποστρέφουν τα μάτια, αλλά τρέχουν να βοηθήσουν τα θύματα όταν τα όργανα της τάξης απομακρύνονται. Μαζί με τους πρωταγωνιστές συνυπάρχουν σκιές, πεθαμένοι, οράματα αλλά και άνθρωποι με σάρκα και οστά – πορεύονται μαζί τους ή τους ακολουθούν στις λεωφόρους και στα δρομάκια της πόλης.

Το πραγματικό συνυφαίνεται με το φανταστικό, η δράση με το στοχασμό (ή, απλώς, τη σκέψη), η υπόμνηση της πραγματικότητας με αυτήν του ονείρου και την  ανάμνηση. Οι χαρακτήρες διαγράφονται καθώς η δράση εξελίσσεται. «Ο στρατηγός βγήκε απ’ το ξενοδοχείο με βαριά βήματα, αλλά μόλις έστριψε το τετράγωνο, τέντωσε το κορμί του και εισέπνευσε βαθιά. Πέρασε μέσα από μια πορεία φοιτητών που φώναζαν συνθήματα κατά των μέτρων και χτύπησε μερικούς χαϊδευτικά στην πλάτη. Οι νεαροί τον κοίταξαν απορημένοι, ήξεραν καλά από πού ερχόταν και πως ήταν μελλοθάνατος, το λαμπερό αλλά πικραμένο του βλέμμα τους είπε αυτό που δεν είχε καταλάβει ο Σιωπηλός. Ότι δεν ήρθε για να πεθάνει ταπεινωμένος και να δείξει την υπακοή του στην Ακαδημία αλλά για το ακριβώς αντίθετο. Ήθελε να δείξει πως ήταν εκτός Ακαδημίας. Πως δεν συμμετείχε πλέον στα σχέδιά της. Πως δεν υπάκουε σ’ αυτήν. Πως ήταν προτιμότερο να πεθάνει παρά να είναι όργανό της» (ο Βέλλας, σελ. 108). «Το μυαλό του έβραζε σαν ατμομηχανή, οι σκέψεις τον έκαιγαν. Άραγε, αν ήταν αδερφή του, θα διέταζαν κι αυτόν να κανονίσει τη δολοφονία της ή να υπογράψει το θάνατό της; Κι αυτός, τι θα έκανε αυτός; Ίσως θα ήταν ευκολότερο να αντάλλασσε τη ζωή της με το θάνατό του, όμως ποτέ δεν γινόταν έτσι, η ανταλλαγή δεν είχε ισχύ. Ακόμα κι αν αρνιόταν να υπογράψει, θα πέθαιναν και οι δυο. Εκείνη έτσι κι αλλιώς ήταν χαμένη, αυτός με την υπογραφή του μπορούσε να σωθεί. Αν αποδεχόταν το αίτημα της ηθικής θα ήταν τελειωμένος. Το νόημα που θα είχε η αναποτελεσματική θυσία του θα ήταν ενός άλλου κόσμου. Του κόσμου μιας Ιδέας. Αναρωτιόταν αν ήθελε να είναι κάτοικος αυτού του κόσμου» (ο Σιωπηλός, σελ. 170). «Το σπίτι άδειασε ξαφνικά. Τα έπιπλα, οι φωτογραφίες, οι κουρτίνες, όλα, το εγκατέλειψαν. Ακόμα και κείνη πάνω στο κρεβάτι, με τα μάτια ανοιχτά, φαίνεται ολομόναχη. Πιο μόνη κι απ’ αυτόν. Μόνη, βυθισμένη σε μια πλήρη, ολόισια ερημιά, χωρίς αμμόλοφους, χωρίς οάσεις. Αυτή η έρημος που τη ρουφά, κάνει να τον αγγίξει, αλλά λοξοδρομεί καθώς σκοντάφτει στον πόνο του. Ένας άνθρωπος που πονάει δεν είναι μόνος» (ο Λαιμός, σελ. 168). Το νήμα της ιστορίας μεταφέρεται (και εναλλάσσεται) από την ξαδέλφη του Σιωπηλού (και το θάνατό της σε σκηνοθετημένο τροχαίο), στην αγαπημένη του Βέλλα και στη θεία του Λαιμού. Υπάρχουν σημεία καμπής και κάθαρση.

Το «Κι αν δεν ξημερώσει;» είναι ένα βιβλίο που μιλάει για το σήμερα χωρίς να κραυγάζει, με συμπυκνωμένα νοήματα για όποιον επιθυμεί να τα ανακαλύψει.