Μελετώντας με ιδιαίτερη προσοχή το όγδοο ποιητικό πόνημα του υγιώς σκεπτόμενου και δοκιμιακώς κατατρυχομένου Δημήτρη Κοσμόπουλου, απόλαυσα τη διαμεσολαβημένη γνώση που προδίδεται εκουσίως από τις διακειμενικές αναφορές και συνυφάνσεις, αλλά όχι μόνον… Ο ποιητής Δημήτρης Κοσμόπουλος επιδίδεται σε μια «γλωσσοπλαστική ομοιοτυπία» (ας μου συγχωρεθεί ο νεολογισμός, αλλά αυτός είναι κι ο τρόπος του ποιητή να δει και να αναπλάσει δημιουργικά τα έργα των ομοτέχνων του – συγχρόνων ή ωσεί παρόντων). Εξηγούμαι. Όταν γράφει για τον δάσκαλό του, τον Γιάννη Ρίτσο, ο Κοσμόπουλος προσλαμβάνει αριστοτελικώς το ύφος του και το μιμείται ως Ηθοποιός, από σκηνής διδάσκαλος, ποιητικόν υποκείμενον ομιλόν διά προσωπείων προκειμένου να μεταδώσει το Φως, που τον αρδεύει κι από το οποίο αρύει τα παυσίπονα και παυσίλυπα νάματα της ψυχοσωματικής του υπάρξεως.

Αυτό το βιβλίο λειτουργεί ως πινακοθήκη, ως εικονοστάσι στην άκρη του δρόμου, εκεί που κάποτε έγινε ένα απροσδιόριστο ατύχημα και τώρα απέμεινε το αναμμένο καντήλι εις ανάμνησιν ενός ανθρώπου που έτρεχε και δοκιμαζόταν με τον άνεμο κι απολάμβανε τις μικροχαρές της μεγάλης (για τους άλλους) ζωής, η οποία –για τον ίδιο– κατέληξε επιμελώς βραχεία. Στην ατημελησία της βροχής παρατημένοι ποιητές σαν τον Μιχαήλ Μητσάκη, που γνώρισε από κοντά το «δωμάτιο των ποιητών» του Δρομοκαϊτείου Θεραπευτηρίου, όπως κι ο Βιζυηνός, ο Φιλύρας… Τελικά, αυτή η χώρα ντρέπεται για τους ποιητές της. Τους καταχωνιάζει, τους εξορίζει στη φιλόστοργο σιωπή των αγαλμάτων, πάνω στα οποία ξεσπούνε οργισμένοι έφηβοι κι αναστατωμένοι παρίες. Τα κύματα του Καιρού γίνονται αφορμή για να ξεχάσουμε. Το συλλογικό α-συνείδητο είναι πλούσιο από σβησμένες ή πρόωρα στραγγαλισμένες φωνές… Ηλίας Λάγιος. Είπαμε λίγα όσο ζούσε και τόνους μετά την αναχώρησίν του. Δεν θέλησα να μιλήσω τότε. Απεχθάνομαι τις κηδείες και τα μνημόσυνα, τα δάκρυα, τις ενοχές, τις εύκολες αποτιμήσεις, τους ισολογισμούς παντός είδους. Προτιμότερο να μιλήσουμε δεκαετίες αργότερα ως Ιστορία, σε ρόλο μάρτυρα στο αδιάψευστο κακουργιοδικείο του Χρόνου. Η Ελλάδα σκοτώνει τους ποιητές της. Η ελληνική γλώσσα τους χαρίζει το προνόμιο να εκφράζονται με διαχρονικό τρόπο, δίνοντάς τους μια πρόγευση «αθανασίας» – της μόνης εφικτής… Όμως όλους αυτούς που διδασκόμεθα στα βιβλία των αρχαίων, τους μάστισε η εξορία, η ανέχεια, η παραγκώνιση, η αποσιώπηση, ο δια-γκωνισμός… όταν δεν τους αποδόθηκε χαριστικά η λύτρωση του κωνείου. Ο Ευριπίδης πέθανε στην αυλή του Αρχέλαου στη Μακεδονία κολακεύοντας τον μονάρχη. Η «Μήδειά» του δεν βραβεύτηκε τη χρονιά που παίχτηκε στα Μεγάλα Διονύσια. Τον ίδιον τον έφαγαν κάποια περίεργα «σκυλιά». Είναι τα ίδια αυτά σκυλιά που θα μας φάνε όλους μας, ζωντανούς, φίλτατε ποιητά. Ο Ποιητής είναι ωσεί σαλός σε μια χώρα αρραβωνιασμένη με το ά-λογο των Κενταύρων και το υψιπετές των Πηγάσων. Σαν τον σαιξπηρικό τρελό, σαν τον μεσαιωνικό τρελό που του κρεμάνε κουδούνια για να αποφύγουν την εξωσυμβατική μόλυνση των «λογικών» από τους ποετάστρους… Όμως ο αυτοεξόριστος κι απογυμνωμένος από τα κοσμικά μεγαλεία του βασιλιάς Ληρ μόνον τον τρελό του έχει ως ταίρι και μοναδικό συνδιαλεγόμενο.

Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος συνομιλεί ποιητικά με τους αγαπημένους του δασκάλους, συνοδοιπόρους κι ομοιοπαθείς σε αυτόν τον δύσβατο δρόμο με τα γαϊδουράγκαθα που κάποτε οδηγούσε στον Παρνασσό της Μούσας Ερατώς, αλλά τώρα έκλεισε από κατολισθήσεις, σκουριασμένες μπουλντόζες και δημόσια εγγειοβελτιωτικά έργα που δεν τελείωσαν, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ.

Αυτή η πικρή αίσθηση του ανολοκλήρωτου ζωών κι έργων, ακόμα και πολυγραφότατων ποιητών, δίνει η ευσύνοπτη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Κοσμόπουλου, σαν κεράκι αναμμένο στη μνήμη την αγία ηρώων και μαρτύρων που πάλεψαν με την ελληνική λαλιά κι ενίκησαν χάνοντας τον τίμιο αγώνα. Διονύσιος Σολωμός. «Ποιον Nobile Signore Conte Dionisio» (σελ. 9).

Ο διάλογος του Δημήτρη Κοσμόπουλου με τον Κώστα Κρυστάλλη γίνεται μέσα από τη ματιά του βιαίως εξαστικοποιημένου νεοέλληνος, με σεβασμό στις αναλογίες και στα νεροκυλίσματα των εποχών [για να ακολουθήσω κι εγώ ως κριτικός την ίδια μέθοδο του ποιητή-μεταπλάστη Δημήτρη Κοσμόπουλου].

Περισσότερον νοητικός ο διάλογος με τον μυστικιστή Δ. Π. Παπαδίτσα. Λυρικός με τον Νίκο Καρούζο ο Δημήτρης Κοσμόπουλος.

Αλλά εκεί που βρίσκει τον ιδιαίτερο ποιητικό του σφυγμό είναι στο «Τρίπτυχο ανεπίδοτο και αναστάσιμο» για τον Χρήστο Μπράβο. «Πέτρα είμουνα και πέτρα θα γινώ. / Πέφτουνε κυπαρισσόμηλα στον ύπνο, / κι ένας καλογιάννος κάνει λίκνο / και φωληά του τον κρυφό ουρανό, // του δικού σου τόπου, της δικής σου γης» (σελ. 28).

Κι ας έρθουμε τώρα από τη θεματολογία και την υφολογία στη ρυθμολογία αυτού του «ανοικτού» (σε αναγνώσεις και δι-ερμηνείες) ποιητικού επιτεύγματος του Δημήτρη Κοσμόπουλου. Η απέχθειά του για τον λεγόμενο «ελεύθερο στίχο» που έχει οδηγήσει την ποίηση σε μια ακατάσχετη αυτοψυχαναλυτική μανία, η βαθιά γνώση των αρχαίων μέτρων και της δημοτικής μας παράδοσης, η μακρά θητεία του στον Λόγο και στην Τέχνη της αφήγησης, η διακριτική –ελαφρώς ειρωνική, ενίοτε– χρήση της ομοιοκαταληξίας, οδηγούν σε ένα ποιητικό αποτέλεσμα μοναδικό κι αναγνωρίσιμο [από μακριά]. Σημαντικό επίτευγμα σε μια εποχή ευκόλως «ομοιο-φωνούντων» αλλά ομονοούντων μόνον επιφανειακώς.

Και λέω «ανοικτή» την ποιητική συλλογή «Κατόπιν εορτής» του Δημήτρη Κοσμόπουλου, γιατί εκτός από τους πρόδηλους και περισσότερον αντιστεκόμενους συμβολισμούς της, παραδίδει στο Τώρα τις ποιητικές φωνές του Χθες, χαρίζοντάς τους την πολυπόθητη διαχρονικότητα για όλους εμάς τους γράφοντες, καταπονούντες και καταπονημένους.